Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Ο ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ


Ήμουν το μόνο μέλος της οικογένειας που έμενε κοντά, γι’ αυτό και τηλεφώνησαν σ’ εμένα από τον οίκο ευγηρίας.  Ο παππούς πέθαινε.  Έπρεπε να πάω.  Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από το να του κρατάω το χέρι.  «Σ’ αγαπώ παππού.  Σ’ ευχαριστώ που ήσουνα κοντά μου όποτε σε χρειαζόμουν».  Και σιωπηλά, τον άφησα.

Αναμνήσεις… αναμνήσεις… Έξι μέρες τη βδομάδα, ο αγρότης με το παλιό μπλε πουκάμισο και τη φόρμα φρόντιζε τις αγελάδες του που τόσο πολύ αγαπούσε… Τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες σήκωνε τις αχυρένιες μπάλες από το φορτηγό, όργωνε τα χωράφια, φύτευε το καλαμπόκι και τα φασόλια και τα θέριζε το φθινόπωρο… Πάντα δούλευε από την ανατολή μέχρι το σούρουπο.  Η επιβίωση απαιτούσε δουλειά, δουλειά, δουλειά.

Αλλά τις Κυριακές, αφού τελείωνε τις πρωινές δουλειές, έβαζε το γκρι κοστούμι και το καπέλο του.  Η γιαγιά έβαζε το φόρεμα της με το χρώμα του κρασιού και τις πέρλες της και πήγαιναν στην εκκλησία.  Τότε η κοινωνική ζωή ήταν πολύ μετρημένη.  Ο παππούς και η γιαγιά ήταν ήσυχοι, ήρεμοι και συγκρατημένοι άνθρωποι που κάθε μέρα έκαναν ό,τι έπρεπε να κάνουν.  Έτσι ήταν ο παππούς μου, 35 χρόνια τώρα.  Ήταν δύσκολο να τον φανταστώ σε οποιονδήποτε άλλο ρόλο.

Η νοσοκόμα απολογήθηκε που μου ζήτησε τόσο γρήγορα να πάρω τα πράγματα του παππού από το δωμάτιο.  Δεν θα αργούσα, έτσι κι αλλιώς.  Δεν ήταν πολλά.  Τότε το βρήκα στο πάνω συρτάρι του κομοδίνου του.  Έμοιαζε σαν μια πολύ παλιά χειροποίητη κάρτα Βαλεντίνου, με μια μεγάλη καρδιά.  Εκείνο που κάποτε πρέπει να ήταν κόκκινο χαρτί, ήταν τώρα ξεθωριασμένο ροζ.  Ένα κομμάτι άσπρο χαρτί ήταν κολλημένο στη μέση της καρδιάς.  Πάνω του, γραμμένο με μελάνι με το γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς, υπήρχαν αυτές οι λέξεις:

«Στον Λη από τη Χάριετ                                                                                   

Με όλη μου την αγάπη,                                                                                      14 Φεβρουαρίου 1895

Είσαι ζωντανός; Είσαι πραγματικός; Ή είσαι το ωραιότερο όνειρο που είχα για πολλά χρόνια; Είσαι ένας άγγελος ή ένα πλάσμα της φαντασίας μου; Κάποιος που κατασκεύασα για να γεμίσω το κενό μου; Για να απαλύνω τον πόνο μου; Που βρήκες χρόνο να με ακούσεις; Πώς μπόρεσες να καταλάβεις;

Με έκανες να γελάω όταν η καρδιά μου έκλαιγε. Με πήρες να χορέψουμε όταν δεν μπορούσα να κάνω ένα βήμα.  Με βοήθησες να βάλω καινούριους στόχους όταν πέθαινα.  Μου έδειξες δροσοσταλίδες κι εγώ είδα διαμάντια.  Μου έφερες αγριολούλουδα κι εγώ είχα ορχιδέες.  Μου τραγούδησες και αγγελικές χορωδίες ακούστηκαν απ’ το τραγούδι σου.  Κράτησες το χέρι μου και όλο μου το είναι σε αγάπησε.  Μου έδωσες ένα δαχτυλίδι και σου δόθηκα.  Σου δόθηκα και τα βίωσα όλα».

Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου καθώς διάβαζα αυτά τα λόγια.  Φαντάστηκα το γέρικο ζευγάρι που ήξερα από πάντα.  Είναι δύσκολο να φανταστείς τους παππούδες σου σε διαφορετικό ρόλο.  Εκείνο που μόλις είχα διαβάσει ήταν τόσο όμορφο και τόσο ιερό.  Ο παππούς το είχε κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια.  Τώρα είναι κορνιζαρισμένο πάνω στην τουαλέτα μου, ένας θησαυρός γης οικογενειακής μου ιστορίας.


Elaine Reese

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου