Δύο σπόροι βρίσκονταν δίπλα-δίπλα, μέσα στο γόνιμο
ανοιξιάτικο έδαφος.
Ο πρώτος σπόρος είπε: «Θέλω να βλαστήσω! Θέλω να
βυθίσω τις ρίζες μου βαθιά μέσα στο χώμα που βρίσκεται από κάτω μου και να
σπρώξω το βλαστό μου να διαπεράσει το στρώμα του χώματος που βρίσκεται από πάνω
μου. Θέλω ν’ ανοίξω τα τρυφερά μου
μπουμπούκια σαν λάβαρα, για ν’ αναγγείλω τον ερχομό της άνοιξης… Θέλω να νιώσω
τη ζεστασιά του ήλιου στο πρόσωπο μου και την ευλογία της πρωινής δροσούλας στα
πέταλα μου!»
Και βλάστησε.
Ο δεύτερος σπόρος είπε: «Φοβάμαι. Αν βυθίσω τις
ρίζες μου κάτω στο έδαφος, δεν ξέρω τι θα συναντήσουν μέσα στα σκοτάδια. Αν σπρώξω για να διαπεράσω το σκληρό έδαφος
που βρίσκεται από πάνω μου, μπορεί να χαλάσω τους τρυφερούς βλαστούς μου… Κι αν
ανοίξω τα μπουμπούκια μου κι έρθει το σαλιγκάρι και μου τα φάει; Κι αν ανθίσουν
τα λουλούδια μου κι έρθει κανένα παιδάκι και με ξεριζώσει; Όχι, είναι
προτιμότερο να περιμένω ώσπου να σιγουρευτώ».
Και περίμενε.
Μια κοτούλα που σκάλιζε εδώ κι εκεί το χώμα, στις
αρχές της άνοιξης ψάχνοντας για τροφή, βρήκε το σπόρο και τον κατάπιε.
ΤΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Όσοι αποφεύγουν να ριψοκινδυνεύσουν και ν’
αναπτυχθούν, τους καταβροχθίζει η ζωή.
Patty Hansen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου