Ήμουν στη Νέα Υόρκη τις προάλλες και πήραμε ένα ταξί με κάποιο φίλο. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, ο φίλος μου είπε στον οδηγό: «Ευχαριστώ, το οδήγημα σου ήταν υπέροχο».
Ο οδηγός του ταξί έμεινε για μια στιγμή άναυδος. Μετά είπε: «Τώρα, τον έξυπνο πας να μου παραστήσεις;»
«Όχι αγαπητέ μου. Κι ούτε σε ειρωνεύομαι. Θαύμασα, όμως, την ψυχραιμία σου στα σημεία με την πολύ πυκνή κυκλοφορία».
«Α, ναι», είπε εκείνος κι έφυγε.
«Τι σου ήρθε να τα πεις όλα αυτά;» ρώτησα.
«Προσπαθώ να ξαναφέρω την αγάπη στη Νέα Υόρκη», είπε. «Πιστεύω πως είναι ο μόνος τρόπος για να σώσουμε την πόλη».
«Και πώς μπορεί να σώσει τη Νέα Υόρκη, αυτήν τη μεγαλούπολη ένας μόνο άνθρωπος;»
«Δεν είναι ένας άνθρωπος. Νομίζω πως του ταξιτζή του έχω φτιάξει τη μέρα. Ας υποθέσουμε πως θα πάρει τριάντα επιβάτες, κι ότι θα τους φερθεί με καλοσύνη επειδή κάποιος φέρθηκε έτσι σ’ αυτόν. Αυτοί, με τη σειρά τους, θα φερθούν με περισσότερη καλοσύνη στους υπαλλήλους τους, στους καταστηματάρχες ή στα γκαρσόνια, ακόμα και στις οικογένειες τους. Τελικά η καλή διάθεση μπορεί να μεταδοθεί σε χίλια άτομα. Άσχημα είναι;»
«Βασίζεσαι, όμως, στον οδηγό του ταξί μόνο, για τη μεταβίβαση της δικής σου καλής διάθεσης στους άλλους».
«Δεν βασίζομαι μόνο σ’ αυτόν», είπε ο φίλος μου. «Έχω πλήρη συναίσθηση ότι το σύστημα δεν είναι απόλυτα ασφαλές, αλλά θα συναντήσω δέκα διαφορετικούς ανθρώπους σήμερα. Αν καταφέρω να κάνω τους τρεις απ’ αυτούς να νιώσουν καλύτερα, έμμεσα θα επηρεάσω τη διάθεση άλλων τριών χιλιάδων».
«Σαν θεωρία φαίνεται λογική», παραδέχτηκα. «Δεν είμαι σίγουρος, όμως, ότι στην πράξη έτσι έχουν τα πράγματα».
«Και να μην είναι έτσι, δεν έχω τίποτα να χάσω. Δεν έχασα καθόλου χρόνο για να πω σ’ αυτόν τον άνθρωπο πως έκανε καλά τη δουλειά του. Κι ούτε πήρε μεγαλύτερο ή μικρότερο φιλοδώρημα. Τι έγινε, λοιπόν, αν αυτό που είπα έπεσε σε κουφά αυτιά; Αύριο θα υπάρξει ένας άλλος ταξιτζής, τον οποίο θα προσπαθήσω να κάνω να αισθανθεί καλύτερα».
«Νομίζω πως δεν είσαι στα καλά σου», είπα.
«Αυτό δείχνει πόσο κυνικός έχεις καταντήσει. Το έχω μελετήσει το πράγμα. Αυτό που φαίνεται να λείπει από τους ταχυδρομικούς μας υπαλλήλους, πέρα από τα λεφτά βέβαια, είναι το ότι κανείς στο ταχυδρομείο δεν τους λέει πόσο καλή δουλειά κάνουν».
«Μα δεν κάνουν καλή δουλειά».
«Δεν κάνουν καλή δουλειά επειδή ξέρουν ότι κανένας δε νοιάζεται αν κάνουν καλή δουλειά ή όχι. Γιατί να μην τους πει κανείς μια καλή κουβέντα;»
Εκείνη τη στιγμή, περνούσαμε δίπλα από μια οικοδομή κι είδαμε πέντε εργάτες που έπαιρναν το μεσημεριανό τους. Ο φίλος μου σταμάτησε, «Έχετε κάνει καταπληκτική δουλειά εδώ πέρα. Πρέπει να είναι δύσκολη και επικίνδυνη η δουλειά σας».
Οι εργάτες κοίταξαν το φίλο μου με καχυποψία.
«Πότε τελειώνει;»
«Τον Ιούνιο», μουρμούρισε κάποιος
«Α, μπράβο. Πρέπει να είστε πολύ περήφανοι».
Απομακρυνθήκαμε κι εγώ του είπα: «Έχω να δω άνθρωπο σαν κι εσένα από την εποχή του Δον Κιχώτη».
«Όταν αυτοί οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν αυτό που είπα, θα νιώσουν καλύτερα. Κατά κάποιο τρόπο, η πόλη θα επωφεληθεί από τη χαρά που θα νιώσουν».
«Μα δεν μπορείς να το πετύχεις αυτό μόνος σου», είπα.
«Το σημαντικότερο απ’ όλα, είναι να μην απογοητεύεσαι. Δεν είναι εύκολη δουλειά να κάνεις τους κατοίκους μιας πόλης να φέρονται με καλοσύνη, αν όμως βρω κι άλλους συνεργάτες στην εκστρατεία μου αυτή…»
«Βλέπω, έκλεισες το μάτι σ’ αυτήν την άσχημη γυναίκα», του είπα.
«Ναι», αποκρίθηκε. «Κι αν είναι δασκάλα, περιμένει την τάξη της μια υπέροχη μέρα σήμερα».
Art Buchwald
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου