Παρακολουθούσα μαζί με τον μπαμπά μου, τη μαμά να κατεβαίνει τις σκάλες. Πρώτα εμφανίστηκαν οι μύτες των κατακόκκινων, ψηλοτάκουνων, σατέν παπουτσιών της και μετά οι περιποιημένες της γάμπες. Ο ποδόγυρος του γκρι μεταξωτού φορέματος, τύπου Σανέλ, απλώθηκε σαν πούσι. Το φόρεμα ήταν φαρδύ κάτω και στένευε επάνω, πιάνοντας σφιχτά τη μέση, και αμέσως μετά, άρχιζε να φαρδαίνει τυλίγοντας δυο περήφανα, ενισχυμένα στήθη που πιέζονταν από μια κόκκινη σατέν εσάρπα που κάλυπτε τους γυμνούς της ώμους και χωνόταν κάτω από τους αγκώνες. Η μαμά ήταν η προσωποποίηση της κομψότητας της δεκαετίας του ’60. Το άρωμα της μας άγγιξε… κατακέφαλα, υπέροχα.
Γύρισα να δω τον πατέρα μου, πώς του φάνηκε, και καθηλώθηκα από την καινούρια έκφραση στο πρόσωπο του. Κοίταζε σαν χαμένος εκείνο το δημιούργημα-όχι-πια-γυναίκα-του με μια παθιασμένη ματιά που έμοιαζε να την καρφώνει, όπως θα έκανε σε μια πεταλούδα με μια καρφίτσα. Εκείνη, σταμάτησε στη μέση της διαδρομής. «Λοιπόν», είπε κελαρυστά, «πώς σας φαίνομαι;»
«Για έλα εδώ εσύ», διέταξε εκείνος.
Παρακολουθούσα αυτούς τους δυο ανθρώπους που κάποτε ήταν οι γονείς μου. Έμοιαζαν να μοιράζονται κάποιο μυστικό, το οποίο φαινόταν πολύ παράξενο και σίγουρα δεν είχε σχέση με εμένα. Ένιωσα έντονη την ανάγκη να σπρωχτώ ανάμεσα τους. Τον είδα να ρίχνει το βραδινό παλτό της πάνω στους ώμους της. Έσκυψε λίγο και της ψιθύρισε κάτι μέσα στα μαλλιά κι εκείνη έκλινε λίγο το κεφάλι της προς τα πίσω. Στα μάτια της ανέτειλε ένα μυστικό. Σαν κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής, το μυαλό μου αιχμαλώτισε εκείνη τη στιγμή. Την εικόνα τους την κράτησα μαζί μου για πολύ χρόνο αφ’ ότου έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Την επόμενη μέρα κάθισα στην καρέκλα του πατέρα μου και τον περίμενα να γυρίσει. Είχα φορέσει το Σανέλ της μαμάς μου και η ζώνη είχε σπρωχτεί πολύ πιο πίσω από την τελευταία τρύπα της για να κλείσει. Είχα ανακαλύψει πως όταν ρουφούσα το στομάχι μου και ανασήκωνα το θώρακα μου, έδινα τέλεια την εντύπωση πως είχα στήθη. Περίμενα με τα πόδια μου σταυρωμένα, όπως τα μοντέλα. Ξαφνικά είδα στο φόρεμα τις μουντζούρες από το κραγιόν. Πρέπει να είχαν γίνει όταν εκείνο γλίστρησε από τα χέρια μου, έπεσε από το ράφι του μπάνιου και κυλίστηκε πάνω στο φόρεμα. Τις έκρυψα μέσα σε μια πτυχή του υφάσματος. Τότε, άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Γρήγορα, σήκωσα το θώρακα μου.
Σταμάτησε μόλις με είδε για να με χαιρετήσει όπως συνήθιζε, αλλά πρόσεξε κάτι διαφορετικό. Μπορούσα στην κυριολεξία να δω να αδειάζει το μυαλό του από όσα είχε περάσει εκείνη την ημέρα στη δουλειά του και να τα πετάει κάτω, σαν σκονισμένο σακίδιο, μόλις συνειδητοποίησε το φόρεμα που φορούσα, το μακιγιάζ στο πρόσωπο, την πόζα. Η ματιά του μαλάκωσε και μετά, το πρόσωπο του υιοθέτησε ένα χαμόγελο της γοητείας του ταλαίπωρου Ντέζι Αρνάζ. «Λοιπόν!» είπε. «Λες αυτή να είναι η τυχερή μου μέρα; Για να σε δω». Κατέβηκα από την καρέκλα και πήγα προς το μέρος του, περπατώντας προσεκτικά. Τα μάτια του σταμάτησαν στα κοκκινάδια της φούστας και η έκφραση του άλλαξε. Το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό. Σταμάτησα, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά τι είχα κάνει: το αγαπημένο φόρεμα της μαμάς, πανάκριβο, Χριστουγεννιάτικο δώρο από τον μπαμπά. Κοίταξε ο ένας τον άλλον… Τα μάτια του με κάρφωναν…
Ξαφνικά, χαμήλωσε, κάθισε στις γάμπες του και με κοίταξε στο πρόσωπο. Είδα τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, μικρές άσπρες ακτίνες και τα μαλακά, καστανά μαλλιά του με την ξανθιά γραμμή στην κορυφή. Είδα το δικό μου ισχνό κορμί χαμένο μέσα σ’ εκείνον τον ωκεανό από μετάξι. Τότε τον άκουσα να μου ψιθυρίζει, «Μεγαλώνεις πολύ γρήγορα, το ξέρεις; Μια μέρα θα ξυπνήσω και εσύ θα είσαι η δημοφιλής καλλονή της πόλης. Ο γεράκος ο μπαμπάς σου δεν θα μπορεί να τα βγάλει πέρα με τα αγόρια. Θα μπορεί;»
Την ίδια στιγμή με σήκωσε και με αγκάλιασε πολύ σφιχτά. Τα παπούτσια της μητέρας μου πέσανε από τα αιωρούμενα πόδια μου και προσγειώθηκαν με θόρυβο κάπου, πάνω στο χαλί. Με έσφιξε πολύ δυνατά επάνω του και οι τρίχες από το αξύριστο πρόσωπο του τρύπησαν το λαιμό μου. Έβγαλε ένα πνιχτό γέλιο πριν με ακουμπήσει μαλακά κάτω. Ξανάσκυψε. «Μην μεγαλώσεις πάρα πολύ γρήγορα», με διέταξε και χτύπησε ελαφριά με το χέρι του την επίπεδη, ασχημάτιστη μύτη μου.
Και για πρώτη φορά δεν αποκάλεσε τη μύτη μου «Το χωράφι με τις φακίδες».
Doni Tamblyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου