Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ



"Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως εκείνα είναι, αλλά όπως εμείς είμαστε"

                                                                     
 Anais Nin


Μια μέρα που η κυρία Σμιθ περίμενε στην αίθουσα αναμονής να τη δει ο γιατρός της, μπήκαν μέσα ένα νεαρό αγόρι και η μητέρα του.  Η προσοχή της κυρίας Σμιθ επικεντρώθηκε στο αγόρι γιατί φορούσε ένα προστατευτικό κάλυμμα  πάνω στο ένα του μάτι.  Θαύμασε πόσο ανεπηρέαστο φαινόταν το παιδί από το χάσιμο του ματιού του και το παρακολουθούσε καθώς πήγαιναν να καθίσουν σε μια καρέκλα κοντά της. 

Το ιατρείο ήταν πολύ γεμάτο εκείνη την ημέρα και έτσι η κυρία Σμιθ είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τη μητέρα του παιδιού καθώς αυτό έπαιζε με τα στρατιωτάκια του.  Στην αρχή καθόταν ήσυχα παίζοντας με τα στρατιωτάκια του στο μπράτσο της καρέκλας.  Μετά σιωπηλά, κοιτάζοντας τη μητέρα του, κάθισε στο πάτωμα.

Κάποια στιγμή, η κυρία Σμιθ, είχε την ευκαιρία να ρωτήσει το μικρό αγόρι τι είχε συμβεί με το μάτι του.  Εκείνο σκέφτηκε την ερώτηση για λίγο και μετά απάντησε, σηκώνοντας το κάλυμμα, «Δεν συμβαίνει τίποτα με το μάτι μου. Είμαι ένας πειρατής!» και επέστρεψε στο παιχνίδι του.

Η κυρία Σμιθ βρισκόταν εκεί επειδή είχε χάσει το πόδι της, από το γόνατο και κάτω, σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα.  Με τη σημερινή της επίσκεψη θα καθόριζαν την ημερομηνία της προσθετικής χειρουργικής.  Η απώλεια του ποδιού της την είχε ισοπεδώσει.  Όσο κι αν προσπάθησε να φανεί γενναία, ένιωθε ανάπηρη.  Νοητικά, ήξερε ότι αυτή η απώλεια δεν θα παρεμπόδιζε τη ζωή της,  αλλά συναισθηματικά, δεν μπορούσε να το ξεπεράσει.  Ο γιατρός της είχε συστήσει τον οραματισμό και εκείνη το προσπάθησε, αλλά ήταν αδύνατο να οραματιστεί μια συναισθηματικά αποδεκτή, εικόνα με διάρκεια. Στο νου της, ο εαυτός της ήταν ανάπηρος.

Η λέξη «πειρατής» της άλλαξε τη ζωή.  Στιγμιαία, είχε μεταφερθεί αλλού.  Είδε τον εαυτό της ντυμένο σαν τν Λονγκ Τζον Σίλβερ, να στέκεται στη γέφυρα ενός πειρατικού πλοίου.  Στεκόταν με τα πόδια της ανοιχτά – το ένα ήταν ξύλινο.  Είχε ακουμπήσει τα χέρια στους γοφούς της, το κεφάλι ψηλά και τους ώμους της τραβηγμένους πίσω, καθώς χαμογελούσε μέσα στην καταιγίδα.  Θυελλώδεις άνεμοι λυσσομανούσαν χτυπώντας το πανωφόρι και τα μαλλιά της.  Παγωμένα σύννεφα νερού χτυπούσαν πάνω στην κουπαστή του καταστρώματος καθώς τεράστια κύματα έσκαγαν πάνω στο πλοίο.  Το πλοίο κουνιόταν και έτριζε κάτω από τη δύναμη της καταιγίδας.  Εκείνη όμως εξακολουθούσε να στέκεται σταθερά – υπερήφανη, ατρόμητη.

Εκείνη τη στιγμή, η εικόνα της αναπηρίας αποκαταστάθηκε και το κουράγιο της επανήλθε. Κοίταξε με σεβασμό το νεαρό αγόρι, που συνέχιζε να παίζει με τα στρατιωτάκια του.

Λίγα λεπτά αργότερα, την κάλεσε η νοσοκόμα.  Καθώς εκείνη προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω στις πατερίτσες της, το αγόρι παρατήρησε τον ακρωτηριασμό της και φώναξε, «Τι έπαθε το πόδι σας, κυρία;» Η μητέρα του αγοριού κοκκίνισε από ντροπή.

Η κυρία Σμιθ κοίταξε για μια στιγμή κάτω, στο ακρωτηριασμένο της πόδι.  Μετά, απάντησε με χαμόγελο, «Τίποτα.  Είμαι και εγώ ένας πειρατής».



  Marjorie Walle

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου