Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Η ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ


Μετά από 21 χρόνια γάμου, ανακάλυψα έναν καινούργιο τρόπο για να διατηρήσω ζωντανή τη φλόγα της αγάπης και του έρωτα με τη γυναίκα μου: Άρχισα να βγαίνω με μιαν άλλη.

Για να είμαι ειλικρινής, αυτή η ιδέα ήταν της γυναίκας μου.  «Την αγαπάς και το ξέρεις», μου είπε ξαφνικά, μια μέρα.  «Η ζωή είναι πολύ μικρή.  Πρέπει να δώσεις και λίγο από το χρόνο σου σ’ αυτούς που αγαπάς».

«Εγώ όμως αγαπώ εσένα», διαμαρτυρήθηκα.

«Το ξέρω.  Αλλά αγαπάς και αυτήν.  Μπορεί να μην με πιστεύεις, αλλά είμαι σίγουρη πως αν εσείς οι δύο θα βλεπόσαστε συχνότερα, αυτό θα φέρει κι εμάς πιο κοντά».

Όπως συνήθως, η Πέγκυ είχε δίκιο.

Η άλλη γυναίκα που η γυναίκα μου με ενθάρρυνε να βλέπω, ήταν η μητέρα μου.  Ήταν 71 ετών και ζούσε μόνη της εδώ και 19 χρόνια, από τότε που πέθανε ο πατέρας μου.  Αμέσως μετά το θάνατο του, εγώ μετακόμισα 2.500 μίλια μακριά, στην Καλιφόρνια, όπου δημιούργησα την οικογένεια και την καριέρα μου.  Πριν από πέντε χρόνια, επέστρεψα κοντά στη γενέτειρα μου και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα βλέπω συχνά τη  μητέρα μου.  Όμως, με τις απαιτήσεις της δουλειάς αλλά και των τριών παιδιών μου, ποτέ δεν κατάφερα να τη δω εκτός από κάποιες φορές σε οικογενειακά γεύματα και σε μεγάλες γιορτές.

Όταν της τηλεφώνησα για να βγούμε για φαγητό και να πάμε σινεμά, έδειξε έκπληξη και καχυποψία. «Τι συμβαίνει; Θα ξαναφύγεις μακριά και δεν θα βλέπω τα εγγόνια μου;» με ρώτησε.  Η μητέρα μου ήταν ο τύπος της γυναίκας που πάντοτε σκεφτόταν ανορθόδοξα.  Ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια απρόσμενη πρόσκληση για δείπνο από το μεγάλο της γιό, ήταν σίγουρα για κακό.

«Σκέφτηκα πως θα ήταν όμορφα να συναντηθούμε», της είπα.  «Μόνοι μας, εσύ κι εγώ».

Για ένα λεπτό υπήρξε σιγή – μελετούσε τα λόγια μου.

«Θα μου άρεσε», απάντησε.  «Θα μου άρεσε πολύ».

Την Παρασκευή το βράδυ όταν μετά τη δουλειά οδηγούσα προς το σπίτι της, ένιωθα υπερένταση.  Είχα την αγωνία του πρώτου ραντεβού, αν και το μόνο που θα έκανα, ήταν να πάω με τη μαμά μου, έξω, για φαγητό.  Αν είναι ποτέ δυνατόν!

Όμως… για ποιο θέμα θα συζητούσαμε; Κι αν δεν της άρεσε το εστιατόριο που είχα διαλέξει;  Ή η κινηματογραφική ταινία; Αν δεν θα της άρεσε κανένα από αυτά;

Φτάνοντας στο σπίτι της, συνειδητοποίησα πόση αγωνία είχε κι εκείνη.  Με περίμενε στην πόρτα, με το παλτό στο χέρι.  Είχε φτιάξει όμορφα τα μαλλιά της και χαμογελούσε.  «Είπα στις φίλες μου πως απόψε θα βγω με το γιό μου και έχουν όλες εντυπωσιαστεί», μου είπε μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο.  «Ανυπομονούν να ξημερώσει για να τους πω πώς πήγε αυτή η βραδιά».

Δεν πήγαμε σε κάποιο επίσημο μέρος.  Πήγαμε σ’  ένα απλό ταβερνάκι της γειτονιάς για να μπορούμε να μιλάμε.  Φτάνοντας εκεί, η μητέρα μου με άρπαξε από το μπράτσο γεμάτη συγκίνηση αλλά και ανάγκη για να κατέβει με ασφάλεια τα σκαλιά.
Αφού καθίσαμε, της διάβασα τον κατάλογο με τα φαγητά.  Εκείνη δεν μπορούσε να διαβάσει, τα μάτια της έβλεπαν μόνο μεγάλα σχήματα και σκιές.  Στα μισά της ανάγνωσης της λίστας των ορεκτικών, γύρισα να τη δω.  Καθισμένη απέναντι μου, με κοίταζε, με ένα μελαγχολικό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη της.

«Όταν ήσουν μικρός, εγώ σου διάβαζα τον κατάλογο», είπε.

Κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε.  Με φρόντισε όταν το είχα ανάγκη και τώρα που εκείνη χρειαζόταν φροντίδα, της την έδινα εγώ.  Η σχέση μας έκλεινε όμορφα τον κύκλο της.

«Τότε, καιρός είναι να χαλαρώσεις και να με αφήσεις να σου ανταποδώσω αυτά που έκανες για μένα», είπα.

Αρχίσαμε μια πολύ όμορφη συζήτηση.  Τίποτα το σπουδαίο, απλά συζητήσαμε για τη ζωή μας.  Μας συνεπήρε τόσο πολύ η κουβέντα που χάσαμε το σινεμά. «Θα ξαναβγώ μαζί σου, αν μου υποσχεθείς πως την επόμενη φορά θα πληρώσω εγώ», μου είπε η μητέρα μου στο δρόμο της επιστροφής.  Συμφώνησα.

«Πως πήγε το ραντεβού σου;» με ρώτησε γεμάτη περιέργεια η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι μας.

«Καλά… Πολύ καλύτερα απ’ όσο περίμενα», είπα.

Χαμογέλασε με εκείνο το «σου το είχα πει εγώ» χαμόγελο της.

Από τότε, συναντώ συχνά τη μητέρα μου.  Δεν βγαίνουμε έξω κάθε βδομάδα αλλά βλεπόμαστε τουλάχιστον δυο φορές το μήνα.  Κάθε φορά δειπνούμε μαζί και πού και πού πηγαίνουμε και στον κινηματογράφο.  Πάντοτε όμως, συζητάμε.  Της λέω τα καθημερινά μου κατορθώματα στη δουλειά και καυχιέμαι για τα παιδιά και τη γυναίκα μου.  Εκείνη μου λέει όλα τα κουτσομπολιά της οικογένειας, πράγματα που δεν νομίζω πως θα καταφέρω ποτέ να συγκρατήσω.

Μου μιλάει για το παρελθόν της.  Τώρα ξέρω πώς ένιωθε όταν δούλευε στο εργοστάσιο κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.  Έμαθα πώς γνωρίστηκαν εκεί με τον πατέρα μου και πώς ξεκίνησαν το φλέρτ μέσα στο τρόλεϊ εκείνες τις δύσκολες μέρες.  Ακούγοντας αυτές τις ιστορίες, κατάλαβα πόσο σημαντικοί είναι αυτοί οι άνθρωποι για μένα.  Είναι η ιστορία μου.  Πάντα θα έχουν κάτι να μου δώσουν, η προσφορά τους δεν σταματάει ποτέ.

Δεν μιλάμε όμως μόνο για το παρελθόν.  Μιλάμε και για το μέλλον.  Εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας που έχει, η μητέρα μου ανησυχεί για το αύριο.  «Έχω πολλή ζωή ακόμα», μου είπε ένα βράδυ.  «Έχω ανάγκη να βλέπω τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν.  Δεν θέλω να χάσω τίποτα απ’ αυτά».

Όπως πολλοί άλλοι φίλοι μου με μικρά παιδιά, ήμουν πάντοτε αγχωμένος, με μια ξεχειλισμένη από υποχρεώσεις καθημερινότητα, παλεύοντας σκληρά να χωρέσω μέσα στη ζωή μου την καριέρα, την οικογένεια και τους φίλους μου. Συχνά παραπονιόμουν για το πόσο γρήγορα φεύγει ο χρόνος.  Κάνοντας παρέα με τη μητέρα μου, έμαθα την σημασία της επιβράδυνσης.  Τελικά, βίωσα τι είναι εκείνο που άκουγα συνέχεια στη ζωή μου και ποτέ δεν καταλάβαινα: ο ποιοτικός χρόνος.

Η Πέγκυ είχε δίκιο.  Οι συναντήσεις μου με μια άλλη γυναίκα ενίσχυσαν το δεσμό μας.  Με έκαναν καλύτερο σύζυγο, πατέρα και ελπίζω, καλύτερο γιό.

Σ’ ευχαριστώ μητέρα.  Σ’ αγαπώ.


David Farrell    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου