Kάθε φορά που εκείνη ερχόταν να μείνει στην καλύβα μας στο Βουνό της Αρκούδας, μου έδινε πολλές αγκαλιές, αγάπη και προσοχή. Εκείνος δεν μου έδινε πολλή σημασία. Μη με παρεξηγείτε, με έξυνε πίσω από τα αυτιά ή στην πλάτη μου, λίγο πάνω από την ουρά, και με άφηνε να κουλουριάζομαι δίπλα του όταν κοίταζε το κουτί που κάνει φασαρία. Με άφηνε να τριγυρίζω έξω, μερικές φορές για πέντε ώρες ή και περισσότερο, μέχρι που έξυνα την πόρτα. Εξερευνούσα το βουνό, έπαιζα με κάποιον που θα είχε κατασκηνώσει κοντά στην λίμνη, ή έδιωχνα τις αγέλες των κογιότ που πείραζαν τα σκυλιά των εκδρομέων. Υπήρχαν αρκούσες τριγύρω επίσης. Εφ’ όσον τις σεβόμουν, χαιρετιόμασταν και συνεχίζαμε την δουλειά μας.
Εκείνη έρχονταν και έφευγε σαν πεταλούδα. Ξυπνούσε το ξημέρωμα και με έβγαζε βόλτα και μετά πήγαινε για σκι στο χιόνι μόνη της. Εκείνος ξυπνούσε ώρες αργότερα και με έπαιρνε μαζί του μέσα στο φορτηγό στο μέρος όπου παίρνει το πρωινό γεύμα του. Έπρεπε να τον περιμένω στο κατώφλι της πόρτας, αλλά πάντα οι ντόπιοι μου χάϊδευαν το κεφάλι. Όταν επιστρέφαμε σπίτι άνοιγε το κουτί που κάνει θόρυβο και το άφηνε να βουϊζει όλη την ημέρα. Εγώ καθόμουν έξω και περίμενα να επιστρέψει εκείνη και να περπατήσει μαζί μου ξανά. Έμενε μόνον για δύο με τρεις μήνες κάθε φορά. Και κάθε φορά που έφευγε, την σκεφτόμουν για μέρες, ελπίζοντας ότι την επόμενη φορά που θα ερχόταν, απλά θα έμενε.
Μια ημέρα όταν εκείνη δεν έμενε μαζί μας, εκείνος ξέχασε να με δέσει πριν κατέβει το βουνό. Συχνά με άφηνε αλυσοδεμένη έξω για δύο ημέρες, με τροφή και νερό κοντά. Ήταν πρόκληση να παλεύω με τα ζώα που εισέβαλαν ενώ ήμουν δεμένη σε έναν πάσσαλο. Αυτή τη φορά τον ακολούθησα. Κατέβηκα τρέχοντας το βουνό όσο γρήγορα μπορούσα, αλλά δεν μπορούσα να φτάσω το φορτηγό του. Άκουγα τους ντόπιους να φωνάζουν, «Σταμάτα!» Αλλά συνέχισα να τρέχω, ελπίζοντας ότι θα τον προλάβαινα. Τελικά δεν μπορούσα πιά να τρέχω. Τότε κάποιος άλλος με είδε, και κατέληξα σε ένα κρύο, τρομακτικό μέρος με μερικά άλλα λυπημένα ζώα.
Έλπιζα ότι θα έρχονταν να με πάρει, αλλά δεν ήλθε. Κάθε νύχτα που εκείνος δεν εμφανίζονταν, φοβόμουν όλο και περισσότερο. Όταν τελικά ήρθε, του έδειξα πόσο χαρούμενη ήμουν που τον έβλεπα, αλλά δεν φαινόταν ευτυχισμένος που με είδε. Παρ’ όλα αυτά, κουλουριάστηκα δίπλα του στο κάθισμα. Ήμουν κουρασμένη και δεν αισθανόμουν πολύ καλά. Είχαμε να κάνουμε μακρύ ταξίδι μέχρι το σπίτι.
Λίγο αργότερα σταμάτησε το φορτηγό. Δεν μύριζα το βουνό. Μύριζα τον ωκεανό. Τότε ήταν που έπιασαν την μυρωδιά εκείνης! Έτρεξα κατ’ ευθείαν μέσα στην αγκαλιά της. Φαινόταν ότι θα έμενα μαζί της για τα καλά. Τώρα εκείνος ήταν απλά ο φιλαράκος μου, και εκείνη ήταν η ΑΓΑΠΗ μου.
Μου έδωσε το καινούργιο μου όνομα, Lady Girl, και εγώ την σκεπτόμουν ως «Αυτή Που Αγαπάει». Με έπαιρνε παντού και με σύστηνε στους ανθρώπους που μου έδιναν λιχουδιές – στην Joey στο ταχυδρομείο, την Zelda στην τράπεζα, και την Sarah και την Mary στο κατάστημα. Ποτέ δεν είχα ονειρευτεί ότι η ζωή μου θα μπορούσε να είναι τόσο καλή. Ποτέ δεν με άφηνε να φροντίζω τον εαυτό μου, και πάντα μου έδειχνε ότι με αγαπούσαν. Με έπαιρνε πάνω στην Μεγάλη Αρκούδα να επισκέπτομαι το παλιό μου φιλαράκο κάποιες φορές, αλλά έμενα κολλημένη στο πλευρό της. Κατεβαίναμε στην λίμνη τα πρωινά και ανεβαίναμε τρέχοντας στο μονοπάτι το σούρουπο. Τα ζώα την αναγνώριζαν ως την ντόπια γυναίκα που θεράπευε, μια θεραπεύτρια που αγαπάει όλα τα ζώα, και εκείνα την εμπιστεύονταν. Ακόμα και οι αρκούδες σταματούσαν να την συναντήσουν στις εξορμήσεις μας.
Μία ημέρα εκείνη τραγουδούσε καθώς επιστρέφαμε από έναν μακρύ περίπατο. Έπιασα την μυρωδιά αρκούδας, αλλά αυτή τη φορά ήξερα ότι ήμασταν σε κίνδυνο. Επρόκειτο για την μυρωδιά μωρών αρκούδων. Σταμάτησα να περπατώ ελπίζοντας ότι κι εκείνη θα σταματούσε, αλλά συνέχισε να περπατάει και να φωνάζει, «Πιάσε το ξύλο, Lady Girl. Πήγαινε να το φέρεις!» Αγνόησα τις φωνές της, ελπίζοντας ότι θα καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά εκείνη δεν το κατάλαβε. Απελπισμένη, έτρεξα και κάθισα πάνω στα δάχτυλα των ποδιών της. Συνέχισε να κινείται και με έσυρε από το κολλάρο. Σύρθηκα ακόμα και πάνω στα οπίσθια μου, προσπαθώντας να την σταματήσω. Τελικά εκείνη σταμάτησε.
«Τι συμβαίνει, κορίτσι μου;» Τότε ήταν που είδε τα δύο αρκουδάκια πάνω σε ένα δέντρο, ακριβώς δίπλα στο ρυάκι που έπρεπε να διασχίσουμε για να πάμε σπίτι.
Ναι! Ναι! Κούνησα την ουρά μου καθώς εκείνη γονάτισε και πέρασε το μπράτσο της γύρω μου. Αλλά όταν δεν σταμάτησε να μιλάει, λέγοντας, «Κοίτα! Είναι τόσο όμορφα…», η καρδιά μου βούλιαξε. Ήμασταν πολύ κοντά τους. Την κοίταξα κατάματα με το πιο έντονο βλέμμα που μπορούσα, γιατί τώρα έπιανα την μυρωδιά της μαμάς αρκούδας. Αυτή Που Αγαπάει δεν μπορούσε να μυρίσει ποιος ερχόταν. Απλά συνέχισε να παρακολουθεί τα αρκουδάκια και να τους μιλάει, κάνοντας με να φοβάμαι για κείνη ακόμη περισσότερο από ποτέ.
Τελικά σιώπησε. Είχα την πλάτη μου γυρισμένη στα αρκουδάκια, και μπορούσα να δω από το πρόσωπο της ότι είχε δει την μαμά αρκούδα. Τώρα μπορούσα να ακούσω την αρκούδα να κατεβαίνει τρέχοντας το βουνό, κουτρουβαλώντας προς το μέρος των μωρών της – και προς εμάς. Αυτή Που Αγαπάει πάγωσε, αλλά η καρδιά της κτυπούσε και μπορούσα να μυρίσω τον φόβο της. «Μην τρέξεις», της έστελνα την σκέψη μου. Κοίταξα μέσα στα μάτια της και χρησιμοποίησα το βλέμμα μου να ηρεμήσω τους κτύπους της καρδιάς της.
Δεν κινήσαμε ούτε ένα μυ για τα δεκαπέντε λεπτά που χρειάστηκε η μαμά αρκούδα να κατεβάσει τα αρκουδάκια της από το δέντρο. Ευτυχώς για εμάς, η αρκούδα δεν ταράχτηκε αν έπιασε την μυρωδιά μας. Αυτή και τα αρκουδάκια συνέχισαν τον δρόμο τους – προς άλλη κατεύθυνση.
Αργότερα άκουσα Αυτήν Που Αγαπάει να λέει στους ανθρώπους πώς η Lady Girl έσωσε την ζωή της, αλλά η αλήθεια είναι, αυτή, η οποία αγαπάει όπως κανείς άλλος, έσωσε την δική μου ζωή – ξανά και ξανά.
Sonia S. Wolshin
Το σχόλιο του Bernie:
Στο «Βουνό της Αρκούδας», ο σκύλος λατρεύει την γυναίκα που περνάει τον χρόνο της παίρνοντας την σε μεγάλους περιπάτους. Δύο από τα πιο πολύτιμα δώρα που μπορούμε να δώσουμε ο ένας στον άλλο, είτε άνθρωποι ή ζώα, είναι ο χρόνος και η στοργή. Πάντα αγαπούσα την γαλήνη που αποκομίζω όταν περπατώ με τους σκύλους και την γάτα μου. Και σε εκείνα αρέσει να πηγαίνουν εκδρομές μαζί με την παρέα τους. Τα ζώα γνωρίζουν πότε κινδυνεύουμε, και αυτός ο σκύλος αντέδρασε στην περίσταση κατάλληλα, χωρίς να κυνηγήσει την αρκούδα ούτε να γαυγίσει και να την τραβήξει στο μέρος όπου βρίσκονταν. Η μεγαλύτερη επιθυμία της Lady Girl ήταν να προστατεύσει και να είναι με το άτομο που αγαπούσε. Επικεντρώθηκε περισσότερο στην αγάπη της αντί στο πρόβλημα, και η επιθυμία του σκύλου έγινε πραγματικότητα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Dr. Bernie S. Siegel, “Love, Animals & Miracles)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου