Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΤΟΡΟΝΤΟ

Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα τι με είχε οδηγήσει έξω από τη ζέστη του καφενείου μέσα σ’ αυτόν τον παγωμένο τηλεφωνικό θάλαμο του Τορόντο.  Έπινα ήρεμα ένα φλιτζάνι καφέ σε εκείνη την παράξενη πόλη, όταν ξαφνικά ένιωσα μια περίεργη αλλά ακατανίκητη παρόρμηση να ρίξω μια ματιά στον τηλεφωνικό κατάλογο του Τορόντο.  Επειδή δεν ήξερα απολύτως κανέναν εκεί, η παρόρμηση μου έδειχνε να μην έχει κανένα νόημα.

                                          

Είμαι Βρετανή, αλλά ζούσα εκείνη την εποχή στην Αϊόβα.  Χρειαζόμουν μια καινούργια βίζα εργασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι διάλεξα το Τορόντο, επειδή το προξενείο εκεί έμοιαζε να είναι το πλησιέστερο.  Εγώ όμως είχα βρεθεί στην τηλεφωνικό θάλαμο να ξεφυλλίζω τις σελίδες του καταλόγου, χωρίς φανερή αιτία.  Τα δάχτυλά μου σταμάτησαν όταν έφτασα στο όνομα Μακίντάιρ.

Δεν μου ήταν άγνωστο όνομα.  Δώδεκα χρόνια πριν, ο νόμος για την υιοθεσία είχε αλλάξει στην Αγγλία και είχα επιτέλους αισθανθεί έτοιμη να ανακαλύψω τη μητέρα που με γέννησε.  Η έρευνα μου είχε αποδώσει τρία στοιχεία για εκείνη – είχε κόκκινα μαλλιά, είχε γεννηθεί κοντά στη Γλασκόβη και το όνομα της ήταν Μάργκαρετ Μακίντάιρ Γκρει.  Παρ’ όλα αυτά η μακρόχρονη έρευνα μου είχε αποβεί άκαρπη και εγώ είχα προσπαθήσει να βγάλω το όλο γεγονός από το μυαλό μου.

                                            

Όμως να που βρισκόμουν εδώ, τόσα πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο που γεννήθηκα, να κοιτάζω αρκετές σελίδες με Μακίντάιρς. Υπήρχαν τόσα πολλά άτομα, ακόμα και με το αρχικό Μ. στο μικρό τους όνομα. Προσπάθησα να συνεφέρω τον εαυτό μου.  Γιατί το έκανα αυτό; Είχα ταξιδέψει σε δεκάδες πόλεις σε όλο τον κόσμο και δεν είχα ποτέ παρασυρθεί να διαβάσω τον τηλεφωνικό τους κατάλογο!

Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι οι σελίδες ανοιχτές στο Γκρέι.  Το μάτι μου έπεσε στη σελίδα και σταμάτησε όταν βρήκε Γκρέι Μακίντάιρ Μ. 85 Λόουτον Μπουλεβάρντ, Τορόντο.  Το μυαλό μου φάνηκε να σταματάει σε εκείνο το σημείο – το μόνο που μπορούσα να ακούω ήταν ο χτύπος της καρδιάς μου.  Αυτή είναι εκείνη, αυτή είναι έλεγε η καρδιά μου.  Αλλά γιατί να είναι; Εδώ ήταν Καναδάς και ακόμα κι αν από κάποια παράξενη σύμπτωση είχε βρεθεί εδώ, θα είχε μάλλον παντρευτεί και θα είχε αλλάξει όνομα.  Και ακόμα και αν τηλεφωνούσα, τι θα μπορούσα να πω; Παρ’ όλα αυτά έπιασα τον εαυτό μου να επιλέγει τον αριθμό.

Όλα όσα μπορούσα να ακούσω στην άλλη άκρη ήταν έναν περίεργος θόρυβος.  Εκτός λειτουργίας. Ήρθα πολύ αργά σκέφτηκα.  Εκείνη ήταν, αλλά είναι νεκρή.  Κάλεσα την υπηρεσία βλαβών.  Μια ευγενική φωνή με πληροφόρησε, «Υπάρχει ένα τηλέφωνο, αλλά είναι εμπιστευτικό».

                                               

«Κοιτάξτε, είμαι βέβαιη ότι θα με περάσετε για τρελή», είπα βιαστικά.  «Αλλά νομίζω ότι πρόκειται για την πραγματική μου μητέρα, την οποία δεν γνώρισα ποτέ.  Μπορείτε να μάθετε τι ακριβώς συμβαίνει;»

Η τηλεφωνήτρια συμφώνησε, αλλά όταν κάλεσε το νούμερο, μια γυναίκα την πληροφόρησε ότι η κυρία Γκρέι δεν είχε ποτέ παντρευτεί, έτσι μάλλον είχε γίνει κάποιο λάθος.  Έκπληκτη και η ίδια από τη βαρύτητα της φωνής μου, ρώτησα την τηλεφωνήτρια, «Μπορείτε παρακαλώ να τηλεφωνήσετε ξανά; Πέστε της ότι μπορεί η κυρία Γκρέι να μην παντρεύτηκε ποτέ, αλλά εγώ είμαι εδώ! Πείτε της ότι η γυναίκα που αναζητώ γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1914 στο Γκρίνοχ της Σκωτίας».

Έτσι οδηγήθηκα στην Μπέτι, τη φίλη της Μάργκαρετ Μακίντάιρ Γκρέι.  Μου είπε ότι η κυρία Γκρέι ήταν άρρωστη από το καλοκαίρι και πως είχε αφήσει το σπίτι της για να ζήσει σε έναν οίκο ευγηρίας.  Συμπτωματικά, ενώ η Μπέτι δεν την είχε επισκεφτεί εδώ και τρεις εβδομάδες, σχεδίαζε να πάει εκείνο το απόγευμα.

                                                 

Την επόμενη μέρα η Μπέτι τηλεφώνησε. «Λοιπόν, είσαι τυχερή», μου είπε.  «Είπα στη Μάγκι για σένα και εκείνη παραδέχτηκε αμέσως ότι είναι η γυναίκα που ψάχνεις.  Αλλά πρέπει να φανείς δυνατή… δεν θέλει να σε δει».

Ήμουν απελπισμένη.  Ήξερα ότι θα έπαιρνα τη βίζα μου την επόμενη μέρα και θα γύριζα στο σπίτι μου την Κυριακή.  Μπορεί με το γυρισμό μου στις Ηνωμένες Πολιτείες να κατάφερνα να ξεχάσω το όλο θέμα.  Όταν πήγα στο προξενείο την επόμενη μέρα, γραφειοκρατικές διαδικασίες καθυστερούσαν τη βίζα μου και μου είπαν ότι θα χρειαζόταν να μείνω στο Τορόντο τρεις επιπλέον εβδομάδες.  Τρεις εβδομάδες στην ίδια πόλη με την πολυπόθητη μητέρα μου, χωρίς καμία ελπίδα να την δω! Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να το αντέξω.

Δυο μέρες αργότερα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα αποκαρδιωμένη.  Ήταν η Μπέτι που μόλις που μπορούσε να μιλήσει από τη χαρά της.  «Η μητέρα σου θέλει να σε δει την Κυριακή στις τρείς!» μου είπε.  Ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει από ευτυχία και χρειάστηκε να καθίσω.

Όταν ήρθε η Κυριακή, ήμουν πολύ νευρική για να μπορέσω να πάρω πρωινό.  Έφτασα στον τόπο της συνάντησης πολύ νωρίτερα και περπάτησα το τετράγωνο δύο φορές. Μετά την είδα… μια μικροκαμωμένη, ηλικιωμένη γυναίκα με ένα πράσινο φόρεμα και πολλά μαλακά, πυρρόξανθα μαλλιά.  «Γειά σου γλυκιά μου», είπε με τη Σκωτσέζικη προφορά δυνατή μέσα στα φωνήεντά της. Με άρπαξε από τους ώμους και με φίλησε στο μάγουλο και μετά κοιτάξαμε η μία την άλλη για πρώτη φορά εδώ και 46 χρόνια.

                                           

Πήγαμε μέσα και εκείνη έπαιξε το δείχνω-και-λέω με ένα άλμπουμ φωτογραφιών.  Συνέχισα να την κοιτάζω, ελπίζοντας να δω αν είχα τη μύτη της, τα χέρια της.  Αλλά ήταν το πνεύμα της που ήρθε σε μένα εκείνη την ημέρα, ένα ολοκληρωτικό συναίσθημα που είχα πάρει από εκείνη.  Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να τη συμπαθήσω.

Τρεις εβδομάδες πέρασαν ενώ περίμενα τη βίζα μου να εκδοθεί και έβλεπα τη μητέρα μου σχεδόν κάθε μέρα.  Ήταν πολύτιμος χρόνος και για τις δύο μας.

Όταν τελικά πήρα τη βίζα μου, πήγα να την αποχαιρετήσω.  «Ξέρεις, αγάπη μου», μου είπε, «ήθελα, πραγματικά ήθελα να σε κρατήσω αλλά ήξερα ότι δεν γινόταν».  Τη διαβεβαίωσα ότι όλα ήταν εντάξει και κατάφερα να αποτραβηχτώ για να γυρίσω στο σπίτι.  «Να θυμάσαι ότι είσαι το μωρό μου», είπε καθώς έφευγα.  Στην πόρτα γύρισα για να της κουνήσω το χέρι.  Σήκωσε το δικό της σε μια βασιλική χειρονομία, λέγοντας αντίο.

Η μητέρα μου μπήκε στην εντατική μονάδα στο Γενικό νοσοκομείο του Τορόντο μόλις τρεις εβδομάδες μετά, δίνοντας μια απέλπιδα μάχη με την πνευμονία.  Πέταξα πίσω στο Τορόντο να τη δω στο νοσοκομείο. Όταν μπήκα στο δωμάτιο της, τα μάτια μου έπεσαν πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί που είχε ακουμπήσει στο στήθος της.  Ήταν ένα σημείωμα που της είχα στείλει, ευχαριστώντας τη για τη ζωή που μου είχε δώσει. Πέθανε την επόμενη μέρα.

 

Της Sue West  








   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου