Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΜΠΟΡΩ

Είτε νομίζεις ότι μπορείς,                                                                                 είτε νομίζεις ότι δεν μπορείς,                                                                           έχεις δίκιο.   

                          Henry Ford


Ο Ρόκι Λάϊονς, γιος του Μάρτι Λάϊονς, ήταν πέντε χρονών όταν βρισκόταν με τη μητέρα του, την Κέλι, στο αυτοκίνητο τους που διέσχιζε την αγροτική Αλαμπάμα. Κοιμόταν στο μπροστινό κάθισμα του μικρού φορτηγού, με τα πόδια του στην ποδιά της μητέρας του.

Καθώς εκείνη οδηγούσε προσεκτικά στον γεμάτο στροφές, με δυο μόνο λωρίδες κυκλοφορίας, δρόμο, έστριψε και μπήκε σε μια στενή γέφυρα.  Την ίδια στιγμή, το αυτοκίνητο έπεσε σε μια λακκούβα και γλιστρώντας, βγήκε από το δρόμο και ο μπροστινός δεξιός τροχός βρέθηκε σ’ ένα αυλάκι.  Από φόβο μήπως το φορτηγάκι πέσει κάτω από τη γέφυρα, επιχείρησε να το επαναφέρει στη μέση του δρόμου, πατώντας γερά το γκάζι και γυρίζοντας το τιμόνι προς τα αριστερά.  Αλλά τα πόδια του Ρόκι βρέθηκαν ανάμεσα στα δικά της και στο τιμόνι κι έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου.

Το φορτηγάκι κατρακύλησε στον γκρεμό, έξι μέτρα ύψος.  Με το χτύπημα που έκανε κάτω, ο Ρόκι ξύπνησε.  «Τι έγινε μαμά;» ρώτησε.  «Οι ρόδες μας βλέπουν προς τον ουρανό».

Η Κέλι είχε τυφλωθεί από το αίμα.  Ο μοχλός των ταχυτήτων την είχε χτυπήσει στο πρόσωπο και της το έσκισε από το χείλος μέχρι το μέτωπο.  Τα ούλα της ήταν επίσης σκισμένα, τα μάγουλα της κατακρεουργημένα, οι ώμοι της σπασμένοι.  Μ’ ένα θρυμματισμένο κόκαλο να προβάλλει από τη μασχάλη, είχε καθηλωθεί πάνω στη στραπατσαρισμένη πόρτα.

«Θα σε βγάλω από δω, μαμά», της είπε αποφασιστικά ο Ρόκι που, σαν από θαύμα, δεν είχε τραυματιστεί.  Τραβήχτηκε πίσω από το σώμα της μητέρας του, που ήταν πεσμένο πάνω του, βγήκε από το ανοιχτό παράθυρο και προσπάθησε να σύρει τη μητέρα του έξω.  Αλλά εκείνη δεν κινήθηκε.  «Άφησε με να κοιμηθώ», μουρμούρισε η Κέλι που έχανε και ξανάβρισκε τις αισθήσεις της.  «Όχι, μαμά», επέμεινε ο Ρόκι.  «Δεν πρέπει να κοιμηθείς».

Ο Ρόκι ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο και κατάφερε να βγάλει τη μητέρα του έξω.  Μετά της είπε ότι θα ανέβαινε στο δρόμο, για να σταματήσει κανένα όχημα για βοήθεια.  Ανησυχώντας πως κανείς δε θα έβλεπε ένα μικρό αγόρι μέσα στο σκοτάδι, η Κέλι αρνήθηκε να τον αφήσει να πάει μόνος.  Έτσι βάλθηκαν να σκαρφαλώνουν κι οι δυο την όχθη, με τον Ρόκι, ένα παιδί με είκοσι κιλά βάρος, να προσπαθεί ν’ ανεβάσει τη μητέρα του που ήταν πενήντα κιλά. Ανέβαιναν έρποντας, δυο δυο εκατοστά.  Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός, που η Κέλι ήθελε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, αλλά ο Ρόκι δεν την άφηνε.

Για να παρακινήσει τη μητέρα του να προχωρήσει, ο Ρόκι της είπε να σκεφτεί «το μικρό τρένο», εκείνο της παιδικής ιστορίας «Η Μικρή Μηχανή Που Μπορούσε», το οποίο κατάφερε ν’ ανεβεί ένα πολύ ανηφορικό βουνό.  Για να της το θυμίζει, ο Ρόκι της επαναλάμβανε συνεχώς τη σοφή φράση της ιστορίας: «Ξέρω πως μπορείς, ξέρω πως μπορείς».

Όταν έφτασαν, τελικά, στο δρόμο, τότε μόνο μπόρεσε να δει ο Ρόκι το ξεσκισμένο πρόσωπο της μητέρας του.  Ξέσπασε σε κλάματα.  Κουνώντας το χέρι του και ικετεύοντας: «Σας παρακαλώ, σταματήστε σας παρακαλώ», κατάφερε να σταματήσει ένα φορτηγό.  «Πηγαίνετε τη μαμά μου στο νοσοκομείο», παρακάλεσε τον οδηγό.
Χρειάστηκαν 8 ώρες και 344 ράμματα, για να αποκατασταθεί το πρόσωπο της Κέλι.  Φαίνεται ολότελα διαφορετική σήμερα – «Είχα μακριά, ίσια μύτη, λεπτά χείλη, ζυγωματικά που προεξείχαν.  Τώρα έχω κοντή μύτη, επίπεδα μάγουλα και πολύ πιο γεμάτα χείλη» - αλλά έχει ελάχιστες ορατές ουλές και θεραπεύτηκε τελείως από τα τραύματα της.

Ο ηρωισμός του Ρόκι έγινε πρωτοσέλιδο των εφημερίδων.  Ωστόσο, ο τολμηρός νεαρούλης επιμένει πως δεν έκανε τίποτα σπουδαίο.  «Δεν είναι κάτι που το έκανα από θέληση», εξηγεί.  «Έκανα αυτό που θα έκανε ο καθένας».  Κι η μητέρα του λέει: «Αν δεν ήταν ο Ρόκι, θα πέθαινα από αιμορραγία».


             Πρωτοακούστηκε από την Michele Borba

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου