Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΡΟΤΣΙ

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ο πρώτος καιρός ήταν μια σκέτη ευδαιμονία. Όταν η Τζίνι, η Τζούλια, ο Μάϊκλ – ετών έξι, τεσσάρων και τριών – και εγώ, μετακομίσαμε από το Μισούρι στη γενέτειρα μου στο Βόρειο Ιλινόϊς την ίδια μέρα του διαζυγίου μου, ήμουν ευτυχισμένη που επιτέλους ζούσα χωρίς καβγάδες και κακομεταχείριση.

                                                  

 Αλλά μόλις πέρασε ο πρώτος μήνας, άρχισαν να μου λείπουν οι φίλοι και οι γείτονες μου. Μου έλειψε το Όμορφο, μοντέρνο, σαν ράντσο σπίτι από τούβλα στα περίχωρα του Στ. Λούις, ιδιαίτερα αφού εγκατασταθήκαμε στο 98 ετών ξύλινο σπίτι που νοικιάσαμε, που ήταν ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε με το «μετά το διαζύγιο» εισόδημα που είχαμε.

     Στο Στ. Λούϊς είχαμε όλες τις ανέσεις: πλυντήριο, στεγνωτήριο, πλυντήριο πιάτων, τηλεόραση και αυτοκίνητο. Τώρα δεν είχαμε τίποτε από αυτά. Μετά τους πρώτους μήνες στο καινούριο μας σπίτι, μου φαινόταν σαν να είχαμε πάει από την άνεση της μεσαίας τάξης στο επίπεδο του πανικού της φτώχειας.

     Οι κρεβατοκάμαρες στο αρχαίο μας σπίτι ήταν στον πάνω όροφο και δεν είχαν καν θέρμανση, αλλά κατά κάποιο τρόπο τα παιδιά δεν φαίνονταν να το παρατηρούν. Τα πλαστικά πατώματα, κρύα στα μικρά τους πόδια, απλά τα ενθάρρυναν να ντύνονται πιο γρήγορα τα πρωινά και να πηδούν γρηγορότερα στα κρεβάτια τους τα βράδια.

     Παραπονιόμουν για το κρύο καθώς ο αέρας του Δεκέμβρη σφύριζε κάτω από κάθε παράθυρο και κάθε πόρτα σ’ εκείνο το παλιό ξύλινο σπίτι. Αλλά τα παιδιά χαχάνιζαν για τα «αστεία σημεία του αέρα» και απλά χουχούλιαζαν κάτω από τα βαριά παπλώματα που η θεία Μπερναντίν μας είχε φέρει την ημέρα που μετακομίσαμε.

     Είχα γίνει παρανοΪκή χωρίς τηλεόραση.  «Τι θα κάνουμε τα βράδια χωρίς τα αγαπημένα μας προγράμματα;» ρωτούσα. Ένιωθα απελπισμένη που τα παιδιά θα έχαναν όλες τις Χριστουγεννιάτικες εκπομπές. Αλλά τα τρία μου παιδιά ήταν πιο αισιόδοξα και πολύ πιο δημιουργικά από μένα. Έβγαλαν έξω τα παιχνίδια τους και με παρακάλεσαν να παίξω μαζί τους.

                                         

     Κουλουριαζόμασταν όλοι μαζί πάνω στον κατεστραμμένο γκρι καναπέ που μας είχε δώσει ο ιδιοκτήτης και διαβάζαμε το ένα μετά το άλλο τα εικονογραφημένα βιβλία που είχαμε δανειστεί από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Με την επιμονή τους βάζαμε δίσκους, τραγουδούσαμε, φτιάχναμε ποπ-κορν, κατασκευάζαμε υπέροχους πύργους και παίζαμε κρύψε-και-πήγαινε-βρες-το στο μεγάλο, παλιό μας σπίτι. Τα παιδιά με έμαθαν πώς να διασκεδάζω χωρίς τηλεόραση.

     Μια παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη, ακριβώς μια εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, αφού είχα περπατήσει τα δύο μίλια για να φτάσω στο σπίτι από την προσωρινή μου δουλειά σε ένα μαγαζί δώρων, θυμήθηκα ότι το εβδομαδιαίο πλύσιμο έπρεπε να γίνει εκείνο το απόγευμα. Ένιωθα σαν πεθαμένη από την κούραση, είχα σηκώσει πολλά βάρη και είχα τακτοποιήσει πολλά Χριστουγεννιάτικα δώρα που αγόραζαν οι άλλοι άνθρωποι και ήμουν πολύ πικραμένη γιατί ήξερα ότι εγώ δεν μπορούσα να αγοράσω δώρα για τα παιδιά μου.

     Μόλις πήρα τα παιδιά από το σπίτι της κοπέλας που τα φρόντιζε όσο έλειπα, στοίβαξα τέσσερα μεγάλα καλάθια γεμάτα από άπλυτα ρούχα στο μικρό κόκκινο καρότσι των παιδιών μου και κατευθυνθήκαμε και οι τέσσερις μας προς το καθαριστήριο που ήταν τρία τετράγωνα μακριά.

                                        

     Εκεί, έπρεπε να περιμένουμε για να τελειώσουν τα πλυντήρια πρώτα για τους προηγούμενους πελάτες και να αδειάσουν τα τραπέζια διπλώματος. Η ταξινόμηση, το πλύσιμο, το στέγνωμα και το δίπλωμα πήραν περισσότερο από όσο συνήθως.

     Η Τζίνι με ρώτησε, «Μήπως έφερες σταφίδες ή μπισκότα, μαμά;»

     «Όχι, θα φάμε φαγητό μόλις φτάσουμε στο σπίτι», απάντησα.

     Η μύτη του Μάϊκλ ήταν κολλημένη επάνω στο θαμπωμένο τζάμι. «Κοίτα, μαμά! Χιονίζει! Μεγάλες νιφάδες!»

     Η Τζούλια συμπλήρωσε, «Ο δρόμος είναι βρεγμένος. Χιονίζει στον αέρα αλλά όχι στο έδαφος!»

     Ο ενθουσιασμός τους με εκνεύρισε περισσότερο. Σαν να μην έφτανε το κρύο, τώρα είχαμε και χιόνι και γλίτσα να αντιμετωπίσουμε. Δεν είχα καν ανοίξει το δέμα με τις μπότες και τα γάντια τους ακόμα.

                                          

     Επιτέλους τα ρούχα ήταν μαζεμένα, καθαρά και διπλωμένα μέσα στα καλάθια και έβαλα δύο καλάθια βαθιά μέσα στο μικρό κόκκινο καρότσι. Έξω ήταν βαθύ σκοτάδι. Η ώρα είχε πάει κιόλας έξι και μισή. Δεν έπρεπε να απορώ που πεινούσαν! Συνήθως τρώγαμε στις πέντε.

     Τα παιδιά και εγώ περπατούσαμε πόντο-πόντο μέσα στο παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ και γλιστρούσαμε πάνω στο ολισθηρό πεζοδρόμιο. Η πομπή μας, τρία μικρά ανθρωπάκια, μια στριμμένη μάνα και τέσσερα καλάθια καθαρών ρούχων σε ένα παλιό κόκκινο καρότσι, προχωρούσε αργά καθώς ο παγωμένος αέρας μας χτυπούσε στο πρόσωπο. Περάσαμε το σταυροδρόμι, στην πολυσύχναστη λεωφόρο. Όταν φτάσαμε στη διάβαση, οι μπροστινές ρόδες του καροτσιού γλίστρησαν στον πάγο και γύρισαν το καρότσι στη μια του πλευρά ρίχνοντας τα ρούχα πάνω στη μαύρη λάσπη.

     «Ω, όχι!» ούρλιαξα. «Πιάσε τα καλάθια, Τζίνι! Τζούλια, κράτα το καρότσι! Γύρνα πάνω στο πεζοδρόμιο, Μάϊκλ!»

     Πέταξα τα βρόμικα βρεγμένα ρούχα, ξανά, μέσα στα καλάθια.

     «Το μισώ αυτό!» ξεφώνισα. Δάκρυα θυμού ξεχύθηκαν από τα μάτια μου. Μισούσα το ότι ήμουν φτωχή χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς πλυντήριο ή στεγνωτήριο. Μισούσα τον καιρό. Μισούσα το ότι ήμουν ο μόνος γονιός που είχε αναλάβει την ευθύνη των τριών μου μικρών παιδιών. Και χωρίς αμφιβολία, μισούσα την απαίσια περίοδο των Χριστουγέννων.

    Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ξεκλείδωσα την πόρτα, πέταξα την τσάντα μου στην άκρη του δωματίου και έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα μου για ένα καλό κλάμα.

     Σπάραξα αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσουν τα παιδιά. Εγωιστικά, ήθελα να ξέρουν πόσο δυστυχισμένη ήμουν. Η ζωή δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη. Τα ρούχα ήταν ακόμα βρόμικα, ήμασταν όλοι πεινασμένοι και κουρασμένοι, δεν υπήρχε δείπνο να ετοιμάζεται και καμιά προοπτική για λαμπρότερο μέλλον.

     Όταν τα δάκρυα σταμάτησαν, κάθισα και παρατήρησα την ξύλινη εικόνα του Χριστού που κρεμόταν στον τοίχο στα πόδια του κρεβατιού μου. Είχα αυτή την εικόνα από μικρό παιδί και την κουβαλούσα μαζί μου σε κάθε σπίτι που έζησα. Έδειχνε τον Ιησού με τα χέρια ανοιχτά, τεντωμένα πάνω από τη γη, προφανώς να λύνει τα προβλήματα όλου του κόσμου.

                                         

     Συνέχισα να κοιτώ το πρόσωπο του, περιμένοντας ένα θαύμα. Κοίταζα και περίμενα και τελικά είπα δυνατά, «Θεέ μου, δεν μπορείς να κάνεις κάτι να γίνει η ζωή μου καλύτερη;»

     Ήθελα απελπισμένα έναν άγγελο πάνω σε ένα σύννεφο, να έρθει και να με σώσει.

     Αλλά κανείς δεν ήρθε… εκτός από την Τζούλια, η οποία ξεπρόβαλε από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας μου και μου είπε με την ψιλή τετράχρονη φωνούλα της ότι είχε στρώσει το τραπέζι για το δείπνο.

     Μπορούσα να ακούσω την εξάχρονη Τζίνι στο καθιστικό να τακτοποιεί τα ρούχα σε δύο στοίβες: «πραγματικά βρόμικο, σχεδόν καθαρό, πραγματικά βρόμικο, σχεδόν καθαρό».

    Ο τρίχρονος Μάϊκλ μπήκε χοροπηδώντας μέσα στο δωμάτιο μου για να μου δώσει την εικόνα του πρώτου χιονιού που μόλις είχε ζωγραφίσει.

     Και, ξέρετε κάτι; Εκείνη τη στιγμή είδα όχι έναν, αλλά τρεις αγγέλους μπροστά μου: τρία μικρά χερουβείμ, αιώνια αισιόδοξα που για μια ακόμη φορά με τράβηξαν μέσα από τη θλίψη και την καταστροφή σε έναν κόσμο που «τα πράγματα θα είναι καλύτερα αύριο, μαμά».

     Τα Χριστούγεννα εκείνου του χρόνου ήταν μαγικά καθώς περιβάλαμε τους εαυτούς μας με μια ιδιαίτερη αγάπη, βασισμένη στη χαρά του να κάνεις μαζί απλά πράγματα. Ένα είναι σίγουρο: Η μοναχική ζωή μου ως χωρισμένη μάνα δεν ήταν ποτέ τόσο τρομακτική και καταθλιπτική όσο εκείνη τη νύχτα που έπεσαν τα ρούχα από το μικρό κόκκινο καρότσι. Εκείνοι οι τρεις Χριστουγεννιάτικοι άγγελοι, έχουν κρατήσει το πνεύμα μου δυνατό και ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια αργότερα, εξακολουθούν να γεμίζουν την καρδιά μου με την παρουσία του Θεού.

 

Της Patricia Lorenz

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου