
«Από τριάντα μέχρι πενήντα δολάρια το καθένα», του
απάντησε ο καταστηματάρχης.
Το αγοράκι έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έβγαλε
κάτι ψιλά. «Έχω μόνο δύο δολάρια και
τριανταεπτά σέντς», είπε. «Σας παρακαλώ,
μου επιτρέπετε να τα δω;»
Ο καταστηματάρχης χαμογέλασε και μετά σφύριξε. Αμέσως η Λέϊντι βγήκε από το σπιτάκι της κι
ήρθε τρέχοντας στο διάδρομο του καταστήματος, ακολουθούμενη από πέντε
μικρούτσικες γούνινες μπάλες. Ένα από τα
κουταβάκια, που είχε μείνει πολύ πίσω, προχωρούσε με δυσκολία και
κουτσαίνοντας. Ο μικρός πρόσεξε αμέσως
το σκυλί που κούτσαινε και ρώτησε: «Τι έχει εκείνο το σκυλάκι;»

«Όχι», είπε ο καταστηματάρχης, «δεν είναι δυνατό να
θέλεις ν’ αγοράσεις αυτό το σκυλάκι. Αν
πραγματικά το θέλεις, όμως, θα σου το χαρίσω».
Το παιδί στενοχωρήθηκε πολύ. Κοίταξε τον καταστηματάρχη κατευθείαν στα
μάτια και κουνώντας το δάχτυλό του προς το μέρος του είπε: «Δε θέλω να μου το χαρίσετε. Αυτό το σκυλάκι αξίζει ακριβώς όσο όλα τα
άλλα και θα πληρώσω την τιμή του στο ακέραιο.
Θα σας δώσω δύο δολάρια και τριανταεπτά σεντς τώρα και 50 σεντς το μήνα,
μέχρι να ξοφλήσω».

Και τότε το αγοράκι έσκυψε και τύλιξε το μπατζάκι
του παντελονιού του προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας ένα πολύ στρεβλό, ανάπηρο
αριστερό πόδι που το στήριζε ένα μεταλλικό στήριγμα. Γύρισε προς τα πάνω και κοίταξε πάλι τον
καταστηματάρχη. «Όπως βλέπετε, δεν τρέχω
κι εγώ πολύ και το σκυλάκι θα χρειαστεί κάποιον που θα το καταλαβαίνει», είπε
ήρεμα.
Dan Clark
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου