Η εικοσιεξάχρονη μητέρα κοίταξε το γιό της που
πέθαινε από ανίατη λευχαιμία. Αν και η
καρδιά της ήταν γεμάτη πόνο, ήταν και άνθρωπος με δυνατή θέληση. Όπως κάθε γονιός, ήθελε να μεγαλώσει ο γιός
της και να πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα.
Αυτό τώρα πια δεν ήταν δυνατό να γίνει.
Δε θα τον άφηνε η λευχαιμία.
Ωστόσο δεν έπαυε να έχει την επιθυμία να πραγματοποιήσει ο γιός της τα
όνειρα του.
Πήρε το χέρι του και τον ρώτησε: «Μπόψι, σκέφτηκες
ποτέ τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Έκανες ποτέ όνειρα σχετικά με το τι
θα έκανες στη ζωή σου;»
«Μαμά, ήθελα πάντα να γίνω πυροσβέστης όταν
μεγαλώσω».

Ο Μπόμπ, ο πυροσβέστης, της είπε: «Ακούστε, μπορούμε
να κάνουμε κάτι καλύτερο απ’ αυτό. Αν
μπορείτε να έχετε το γιο σας έτοιμο στις εφτά η ώρα την Τετάρτη το πρωί, θα τον
κάνουμε επίτιμο πυροσβέστη για ολόκληρη τη μέρα. Θα έρθει στο γραφείο της πυροσβεστικής, θα
φάει μαζί μας και θα πάει με τα πυροσβεστικά οχήματα σε κάθε κλήση για
πυρόσβεση. Κι αν μας δώσεις το νούμερο
του, θα του φτιάξουμε και μια πραγματική στολή πυροσβέστη, με πραγματικό καπέλο
– όχι παιχνίδι – με το έμβλημα της πυροσβεστικής υπηρεσίας της πόλης Φοίνιξ
επάνω, μια κίτρινη νιτσεράδα απ’ αυτές που φοράμε εμείς και λαστιχένιες
μπότες. Όλα αυτά κατασκευάζονται εδώ,
στην πόλη μας, έτσι μπορούμε να τα φτιάξουμε γρήγορα».

Υπήρχαν τρεις κλήσεις για πυρόσβεση εκείνη τη μέρα
κι ο Μπόψι πήγε με τους πυροσβέστες και στις τρεις περιπτώσεις. Πήγε με τα διάφορα οχήματα της υπηρεσίας, με
το νοσοκομειακό της πυροσβεστικής, ακόμα και με το αυτοκίνητο του διοικητή
της. Και τον μαγνητοσκόπησαν για τις
τηλεοπτικές ειδήσεις από το τοπικό κανάλι.
Η πραγματοποίηση του ονείρου του και όλη εκείνη η
αγάπη και το ενδιαφέρον που του χάρισαν γενναιόδωρα, έδωσαν τόση χαρά στον
Μπόψι που έζησε τρεις μήνες περισσότερο απ’ ό,τι θεωρούσαν οι γιατροί δυνατό.


Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Μπόψι γύρισε
και κοίταξε το διοικητή της πυροσβεστικής και τον ρώτησε, «Κύριε διοικητά,
είμαι στ’ αλήθεια πυροσβέστης τώρα;»
«Είσαι, Μπόψι», αποκρίθηκε ο διοικητής.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Μπόψι χαμογέλασε κι
έκλεισε τα μάτια του για τελευταία φορά.
Jack Canfield και Mark V. Hansen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου