Το μικρό αγροτικό σχολείο θερμαινόταν από μια παλιού
τύπου σόμπα με κάρβουνα. Ένα παιδάκι,
είχε την ευθύνη να έρχεται στο σχολείο νωρίς κάθε μέρα ν’ ανάβει τη σόμπα και
να ζεσταίνει την αίθουσα, πριν φτάσει ο δάσκαλος κι οι συμμαθητές του. Ένα πρωί, φτάνοντας οι άλλοι είδαν το σχολείο
τυλιγμένο στις φλόγες. Έσυραν αναίσθητο
το μικρό έξω από το λαμπαδιασμένο κτίριο, μάλλον νεκρό παρά ζωντανό. Είχε σοβαρά εγκαύματα στο κάτω ήμισυ του
σώματος του και μεταφέρθηκε στο γειτονικό αγροτικό νοσοκομείο.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, το φρικτά
καμένο και ημιαναίσθητο παιδάκι άκουσε αχνά το γιατρό να μιλά στη μητέρα
του. Της έλεγε ότι ο γιος της σίγουρα θα
πέθαινε – κι ίσως ήταν καλύτερα έτσι – γιατί η φοβερή φωτιά είχε καταστρέψει το
κάτω μέρος του σώματος του.
Αλλά το γενναίο παιδί δεν ήθελε να πεθάνει. Πήρε λοιπόν την απόφαση να ζήσει. Και προς
μεγάλη έκπληξη του γιατρού του, έζησε.
Όταν ο κίνδυνος του θανάτου ξεπεράστηκε, πάλι άκουσε το γιατρό να μιλά
με τη μητέρα του χαμηλόφωνα και να της λέει ότι, εφόσον η φωτιά κατέστρεψε τόση
σάρκα στο κάτω μέρος του σώματος του, θα ήταν καλύτερα να είχε πεθάνει γιατί
τώρα ήταν καταδικασμένο να μείνει ανάπηρο για όλη του τη ζωή, καθώς δε θα
μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθόλου τα κάτω άκρα του. Άλλη μια φορά το γενναίο παιδί πήρε την
απόφαση του. Δε θα γινόταν ανάπηρος. Θα
περπατούσε. Δυστυχώς, όμως, από τη μέση
και κάτω δεν είχε τη δυνατότητα κίνησης.
Τα λεπτά του πόδια απλώς κρέμονταν εκεί, άψυχα.
Τελικά βγήκε από το νοσοκομείο. Κάθε μέρα η μητέρα
του του έκανε μασάζ στα πόδια, αλλά δεν υπήρχε καμιά αντίδραση. Το παιδί δεν ένιωθε, δεν έλεγχε τα πόδια
του. Η απόφαση του ωστόσο να περπατήσει
ήταν ισχυρότατη. Όταν δε βρισκόταν στο
κρεβάτι, ήταν αναγκασμένος να κάθεται σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Μια ηλιόλουστη μέρα, η μητέρα του τον έσπρωξε
με το καροτσάκι στην αυλή για ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα. Εκείνη τη μέρα, αντί να μείνει εκεί ακίνητος,
έπεσε σκόπιμα από το καροτσάκι κι άρχισε να σέρνεται πάνω στο γρασίδι.
Προχώρησε έρποντας μέχρις το λευκό ξύλινο φράκτη που
υπήρχε γύρω από το οικόπεδο τους. Με
μεγάλη προσπάθεια, ανασηκώθηκε στηριγμένος στο φράκτη. Μετά, στύλο στύλο, άρχισε να σέρνει το σώμα
του κατά μήκος του φράκτη αποφασισμένος να περπατήσει. Συνέχισε να το κάνει αυτό κάθε μέρα, μέχρι
που δημιουργήθηκε μονοπάτι γύρω-γύρω, σ’ όλη την έκταση της διαδρομής που
ακολουθούσε. Η μεγαλύτερη επιθυμία στη
ζωή του ήταν να δώσει ζωή σ’ εκείνα τα πόδια.
Με τα καθημερινά μασάζ, την άκαμπτη επιμονή του και τη σιδερένια
αποφασιστικότητα του, απέκτησε κάποια στιγμή την ικανότητα να στέκεται στα
πόδια του, μετά να περπατά με βοήθεια και μετά να περπατά μόνος του και, τέλος,
να τρέχει.
Αρχικά πήγαινε στο σχολείο περπατώντας, μετά πήγαινε
στο σχολείο τρέχοντας και, μετά, έτρεχε μόνο και μόνο για να χαρεί το τρέξιμο.
Πολύ αργότερα, στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, αυτός
ο νεαρός που δεν αναμενόταν να ζήσει, που σίγουρα ποτέ δε θα μπορούσε να
περπατήσει, που ποτέ δε θα μπορούσε να τρέξει – αυτός ο αποφασιστικός νεαρός, ο
Δόκτωρ Γκλέν Κάνιγκχαμ, ήρθε πρώτος στα 1500 μέτρα!
Burt Dubin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου