"Η αγάπη που δίνουμε στους άλλους, είναι η μόνη
αγάπη που μένει στον εαυτό μας".
Elbert Hubbard
Για να τα προλάβουμε όλα, σ’ αυτό το γεμάτο άγχος
κόσμο που ζούμε, είναι πολύ πιο εύκολο να χρεώσουμε κάτι στην πιστωτική μας
κάρτα παρά να κάνουμε ένα δώρο μέσα απ’ την καρδιά μας.
Και τα δώρα καρδιάς είναι απαραίτητα, ειδικά στις
γιορτές.
Θυμάμαι, λίγα χρόνια πριν, που προσπαθούσα να
προετοιμάσω τα παιδιά μου ότι εκείνα τα Χριστούγεννα που έρχονταν θα ήταν
δύσκολα. Η απάντηση τους ήταν, «Ω, ναι!
Βέβαια μαμά! Αυτό το έχουμε ξανακούσει!»
Είχα χάσει την αξιοπιστία μου γιατί το ίδιο τους είχα πει και για την
προηγούμενη χρονιά που έβγαινε το διαζύγιο μου από τον πατέρα τους. Τότε όμως, είχα φορτώσει όλες μου τις
πιστωτικές κάρτες και είχα βρει και κάποιες άλλες οικονομικές τεχνικές για να
γεμίσω τις μεγάλες Χριστουγεννιάτικες κάλτσες τους με δώρα. Σίγουρα αυτή η χρονιά θα ήταν διαφορετική –
εκείνα όμως δεν το πίστευαν.
Μια βδομάδα πριν από τις γιορτές, αναρωτήθηκα: Τι
μπορώ να κάνω για να μείνουν αυτά τα Χριστούγεννα αξέχαστα; Σ’ όλα τα σπίτια
που είχαμε ζήσει πριν από το διαζύγιο, έβρισκα πάντα χρόνο να κάνω και τη
διακοσμήτρια. Είχα μάθει να κολλάω
ταπετσαρίες στον τοίχο, να τοποθετώ πλακάκια και κεραμίδια, να ράβω κουρτίνες
από σεντόνια και πολλά άλλα. Εκεί όμως
που μέναμε τότε, είχα πολύ λίγο χρόνο για να ασχοληθώ μ’ αυτά αλλά και πολύ
λιγότερα χρήματα. Επιπλέον, ήμουν πολύ θυμωμένη
με εκείνο το άσχημο σπίτι με τις κοκκινο-πορτοκαλί μοκέτες και τους τουρκουάζ
και πράσινους τοίχους. Αρνιόμουν να δώσω έστω και μια δεκάρα γι’ αυτό. Μέσα μου, η εσώτερη φωνή της πληγωμένης μου
υπερηφάνειας φώναζε, Δεν θα μείνουμε για πολύ εδώ!
Κανένας δεν φαινόταν να νοιάζεται για το σπίτι εκτός
από τη Λίζα, την κόρη μου, η οποία πάντοτε προσπαθούσε να φτιάχνει με κάθε
τρόπο το δωμάτιο της, έτσι ώστε να την κάνει να νιώθει όμορφα.
Είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να εκφράσω τα ταλέντα
μου. Τηλεφώνησα στον πρώην σύζυγο μου
και του ζήτησα να αγοράσει ένα κλινοσκέπασμα για τη Λίζα. Εγώ συμπλήρωσα το σετ με τα ανάλογα σεντόνια.
Την παραμονή των Χριστουγέννων έδωσα 15 δολάρια και
αγόρασα ένα γαλόνι μπογιά. Πήρα και
χαρτιά αλληλογραφίας, τα ωραιότερα που είχα δει μέχρι τότε. Ο στόχος μου ήταν απλός: Θα έμενα άϋπνη όλη
τη νύχτα μέχρι το πρωί, βάφοντας και ράβοντας, ώστε εκείνη την τόσο σημαντική
οικογενειακή γιορτή, να μην έδινα χρόνο στον εαυτό μου για αυτολύπηση.
Το βράδυ, είχα δώσει από νωρίς σε κάθε παιδί τρία
χαρτιά με τους φακέλους τους. Στην κορυφή του κάθε χαρτιού είχα γράψει, «Τι
αγαπώ περισσότερο στην αδελφή μου Μία», «Τι αγαπώ περισσότερο στον αδελφό μου
Κρις», «Τι αγαπώ περισσότερο στην αδελφή μου Λίζα» και «Τι αγαπώ περισσότερο
στον αδελφό μου Έρικ». Τα παιδιά ήταν
16, 14, 10 και 8 χρόνων αντίστοιχα και χρειάστηκα αρκετή ώρα για να τα πείσω
ότι μπορούσαν να βρουν έστω κι ένα σημείο που τους άρεσε στους άλλους. Ενώ ο καθένας συμπλήρωνε τα χαρτιά του μόνος
του, εγώ πήγα στο δωμάτιο μου και τύλιξα τα δώρα τους τα οποία είχα κρυμμένα.
Όταν γύρισα στην κουζίνα, είχαν τελειώσει το γράψιμο
και στον κάθε φάκελο υπήρχε ένα όνομα.
Ανταλλάξαμε αγκαλιές και φιλιά για καληνύχτα και όλοι βιάστηκαν να πάνε
στα δωμάτια τους. Η Λίζα είχε πάρει
ειδική άδεια να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου με την υπόσχεση ότι δεν θα
κρυφοκοιτάξει στο φάκελο της μέχρι το πρωί.
Εγώ άρχισα τη δουλειά. Τις πρώτες πρωινές ώρες είχα τελειώσει τις
κουρτίνες, είχα βάψει τους τοίχους και καμάρωνα τα αριστουργήματα μου. Εκεί μου ήρθε η φαεινή ιδέα: Γιατί να μην
ζωγράφιζα ουράνια τόξα και συννεφάκια στους τοίχους που θα ταίριαζαν με τα
σεντόνια;
Τελείωσα στις 5 το πρωί. Εξουθενωμένη από την κούραση δεν είχα κανένα
περιθώριο να απασχολήσω το νου μου με το «διαλυμένο σπίτι» μου, όπως λένε οι
στατιστικές, γι’ αυτό πήγα στο δωμάτιο μου για να κοιμηθώ. Βρήκα όμως τη Λίζα ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά
στο κρεβάτι μου και επειδή δεν θα κατάφερνα να κλείσω μάτι με τα χέρια και τα
πόδια της επάνω μου, τη σήκωσα, μαλακά, για να τη μεταφέρω στο κρεβάτι
της. Καθώς ακουμπούσα το κεφάλι της στο μαξιλάρι
μου, μου είπε, «Ξημέρωσε μαμά;»
«Όχι ακόμα γλυκιά μου. Κλείσε τα ματάκια σου μέχρι να’ ρθει ο Άγιος
Βασίλης».
Εκείνο το πρωινό, ξύπνησα από ένα χαρούμενο ψίθυρο
στ’ αυτιά μου, «Ουάου, μαμά! Είναι πανέμορφο!»
Λίγο αργότερα που είχαμε όλοι σηκωθεί, καθίσαμε γύρω
από το δέντρο και ανοίξαμε τα λιγοστά δώρα μας.
Αμέσως μετά, το κάθε παιδί πήρε τους τρεις φακέλους του και αρχίσαμε το
διάβασμα με δακρυσμένα μάτια και κόκκινες μύτες. Προχωρήσαμε και στις σημειώσεις για το «μωρό
της οικογένειας». Ο Έρικ, στα 8 του
χρόνια, δεν περίμενε να βρει τίποτα καλό γραμμένο γι’ αυτόν. Ο αδελφός του είχε γράψει, «Αυτό που αγαπώ
στον Έρικ είναι ότι δεν φοβάται τίποτα».
Η Μία είχε γράψει, «Αυτό που αγαπώ στον αδελφό μου Έρικ είναι ότι μπορεί
και μιλάει με όλους». Η Λίζα είχε
γράψει, «Αυτό που αγαπώ στον αδελφό μου Έρικ είναι ότι ανεβαίνει στα δέντρα πιο
ψηλά απ’ όλους μας!»
Ένιωσα ένα ελαφρύ τράβηγμα στο μανίκι μου, μετά ένα
χεράκι έγινε χωνί στο αυτί μου και ο Έρικ μου ψιθύρισε, «Χριστούλη μου! Μαμά,
ούτε που το ήξερα ότι με συμπαθούσανε!»
Σε άσχημους καιρούς, η δημιουργικότητα και η
εφευρετικότητα μας χαρίζουν τις καλύτερες στιγμές της ζωής μας. Τώρα πια έχω ορθοποδήσει οικονομικά και
μπορούμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα με «λαμπρότητα», με πολλά δώρα κάτω από
το δέντρο… όταν όμως μας ρωτούν ποια Χριστούγεννα αγαπήσαμε περισσότερο, όλων
μας το μυαλό ανατρέχει σ’ εκείνα.
Sheryl Nicholson
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου