Ήταν μόλις λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα στο
Σαν Φρανσίσκο και τα ψώνια στο κέντρο της πόλης είχαν αρχίσει. Θυμάμαι τα πλήθη των ανθρώπων που περίμεναν
ανυπόμονα να πάρουν κάποιο λεωφορείο ή τραμ που ερχόταν με αργή κίνηση από
εκείνες τις μικρές τσιμεντένιες νησίδες στη μέση του δρόμου. Οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν φορτωμένοι
με πακέτα και πολλοί από μας μοιάζαμε να αναρωτιόμαστε αν όλοι οι αμέτρητοι
φίλοι και συγγενείς άξιζαν τόσα πολλά δώρα.
Αυτό δεν ήταν το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα με το οποίο ανατράφηκα.
Όταν επιτέλους ανέβηκα τα σκαλοπάτια ενός
παραγεμισμένου τραμ, η ιδέα ότι θα στεκόμουν εκεί παστωμένη σαν σαρδέλα για όλο
το δρόμο μέχρι το σπίτι μου ήταν κάτι που δεν μπορούσα να αντέξω. Τι δεν θα έδινα για ένα κάθισμα! Πρέπει να
είχα κάποια ζαλάδα από την κούραση, γιατί ενώ κατέβαιναν συνέχεια από το τραμ,
που πήρε αρκετό χρόνο να καταλάβω ότι υπήρχε χώρος να αναπνεύσω ξανά.
Τότε παρατήρησα κάτι με την άκρη του ματιού
μου. Ένα μικρό σκουρόχρωμο αγόρι – δεν
μπορεί να ήταν πάνω από πέντε ή έξι χρόνων – τραβούσε το μανίκι μιας γυναίκας
και τη ρωτούσε, «Θέλετε να καθίσετε;»
Την οδηγούσε σιωπηλά στο πλησιέστερο κάθισμα που μπορούσε να βρει. Μετά έφευγε για να βρει άλλο κουρασμένο
άτομο. Μόλις ελευθερωνόταν ένα κάθισμα
εκείνος κινιόταν γρήγορα μέσα στο πλήθος για να βρει άλλη μια φορτωμένη γυναίκα
που ήθελε απεγνωσμένα να ξεκουράσει τα πόδια της.
Όταν τελικά ένιωσα το τράβηγμα στο μανίκι μου, είχα
ζαλιστεί τελείως από την ομορφιά των ματιών αυτού του μικρού αγοριού. Έπιασε το χέρι μου λέγοντας, «Ελάτε μαζί μου»
και νομίζω ότι θα θυμάμαι εκείνο το χαμόγελο για όσο καιρό ζω. Καθώς ακουμπούσα το βαρύ φορτίο μου στο
πάτωμα, ο μικρός απεσταλμένος αγγελιοφόρος της αγάπης γύρισε αμέσως για να
βοηθήσει την επόμενη γυναίκα.
Οι άνθρωποι μέσα στο τραμ απέφευγαν, όπως συνήθως,
επιμελώς τα μάτια των άλλων, αλλά τώρα είχαν αρχίσει να ανταλλάσσουν ντροπαλές
ματιές και χαμόγελα. Ένας επιχειρηματίας
πρόσφερε ένα φύλλο της εφημερίδας του σε ένα άγνωστο δίπλα του, τρεις άνθρωποι
έσκυψαν για να σηκώσουν ένα πακέτο που είχε πέσει στο πάτωμα. Και τώρα όλοι,
μιλούσαν μεταξύ τους. Αυτό το μικρό
αγόρι είχε αλλάξει πραγματικά κάτι – είχαμε όλοι χαλαρώσει μέσα σε ένα
διακριτικό συναίσθημα θαλπωρής και απολαμβάναμε αληθινά το ταξίδι και τις
τελευταίες στάσεις της διαδρομής.
Δεν παρατήρησα πότε κατέβηκε το αγόρι. Κοίταξα κάποια στιγμή και είχε φύγει. Όταν έφτασα στη στάση μου, βγήκα σχεδόν
πετώντας από το τραμ, ευχόμενη χαρούμενες γιορτές στον οδηγό και παρατηρώντας
τα αστραφτερά φώτα των Χριστουγέννων στο δρόμο μου με έναν καινούριο
τρόπο. Ή μήπως τα έβλεπα με τον παλιό
τρόπο, με τον ίδιο ανοιχτό θαυμασμό που τα έβλεπα όταν ήμουν πέντε ή έξι
χρονών. Σκέφτηκα, «αυτό λοιπόν εννοούν
όταν λένε «Και ένα μικρό παιδί θα τους οδηγήσει…»
Beverly M.
Barlett
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου