Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΑΠΛΗ ΧΑΡΑ


«Να είσαι ευχαριστημένος με αυτά που έχεις, να χαίρεσαι με το πώς είναι τα πράγματα.  Όταν καταλάβεις ότι δεν λείπει τίποτα, ολόκληρος ο κόσμος θα σου ανήκει»   -    Lao Tzu

     Έχουν υπάρξει φορές που έχω καθίσει σε ένα μικρό, ζεστό σπιτικό και έχω ευχηθεί να είχα ένα μεγαλύτερο καθιστικό, ένα πλακοστρωμένο δάπεδο στην κουζίνα με μια κεραμική κουζίνα, και έναν καινούργιο καναπέ με ταιριαστές καρέκλες και μαξιλάρια.  Αλλά τελικά έχω καταλήξει να αντιληφθώ, μέσα από το μεγάλωμα ενός παιδιού και οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η επίπλωση του σπιτιού αλλά το αν η αγάπη κυλάει σε κάθε γωνιά του.

     Όλα αυτά τα χρόνια ο σκύλος μας που μαδούσε έχει κοιμηθεί πάνω στον καναπέ κατά την απουσία μου, το τελευταίο γατάκι έχει επανειλημμένως γρατζουνίσει τις γωνίες της καρέκλας και τα τσίσα της γάτας και οι λεκέδες έχουν καθαριστεί χιλιάδες φορές από τα χαλάκια, και τα πατώματα.  Μετά το μεγάλωμα της κόρης μας, της Άσπεν, και την διεύθυνση μιας με έδρα το σπίτι επιχείρησης, το σπίτι μου έχει εκείνη την γνωστή εμφάνιση, ότι έχουν ζήσει άνθρωποι μέσα.  Παραδέχομαι ότι έχω περάσει μια περίοδο που τα έβαζα με το σύμπαν κάθε φορά που καθάριζα την επόμενη βρωμιά: Γιατί δεν μπορώ να έχω τίποτα όμορφο; Το μόνο που θέλω είναι απλή κομψότητα! Δεν γνώριζα τότε ότι τα μαθήματα που χρειαζόμουν να μάθω ήταν καθ’ οδόν.

     Όταν χτύπησε η ύφεση, νιώσαμε τυχεροί που το μικρό μας σπίτι είναι πληρωμένο.  Νιώσαμε βαθιά ευγνωμοσύνη για τις δουλειές μας και για την ικανότητα μας να αποταμιεύσουμε χρήματα για το κολλέγιο της Άσπεν, αν και οι σπουδές της σε άλλη πολιτεία μας σκότωνε.  Μετά, η Άσπεν πρόσφατα αποφάσισε να επιστρέψει στο Όρεγκον να ζήσει με τον σύντροφο της ο οποίος σπουδάζει στο Πόρτλαντ.  Ξαφνικά, η επιμελής αποταμίευση μας μας έκανε να νιώσουμε πλούσιοι.

     Μετά από ένα ξέσπασμα με αγορές σε ρούχα και παπούτσια που πέρασα, άρχισα να διαβάζω, να διαλογίζομαι, να περπατώ, να γράφω.  Με την κόρη μου μακριά, η μικρή άδεια φωλιά μας φάνταζε μεγάλη, περιτριγυρίζοντας με με μητρικές αναμνήσεις.  Έπρεπε να ανακαλύψω εκ νέου τον εαυτό μου.  Ένιωσα να κατακλύζομαι από τις επιθυμίες και τις ανάγκες μου.  Ναι, ας φέρουμε έναν νεαρό να στρώσει με πλακάκια το δάπεδο της κουζίνας.  Ας ανανεώσουμε το μπάνιο.  Ας σκαλίσουμε αυτήν την πλευρά του κήπου και ας φυτέψουμε καινούργιο γκαζόν.  Τα σχέδια για το σπίτι έγιναν ατελείωτα και η ικανοποίηση από τον εαυτό μου μειώνονταν με κάθε νέα διακόσμηση που ονειρευόμουν.

     Επισκεφτήκαμε το Πόρτλαντ να δούμε το καινούριο μέρος όπου ζούσε η Άσπεν.  Παρκάραμε απέναντι από το πέντε ορόφων, με κόκκινα τούβλα κτισμένο κτίριο. Υπήρχε ένα παλιο-μοδήτικο σπασμένο κουδούνι δίπλα στην κλειδωμένη μπροστινή πόρτα, έτσι της τηλεφωνήσαμε από το κινητό μας για να της πούμε ότι είχαμε φτάσει.  Κατέβηκε και μας οδήγησε επάνω στο στούντιο τους στον δεύτερο όροφο.
Μπήκαμε στο καθιστικό και συγχρόνως κρεβατοκάμαρα δωμάτιο, το οποίο είχε ένα κρεβάτι και ένα ράφι για την χαλασμένη τηλεόραση και την υποτυπώδη συλλογή DVD.

     «Θυμάσαι εκείνα τα μεγάλο μαξιλάρια στην κρεβατοκάμαρα σου που έφτιαξε η γιαγιά; Θα ταίριαζαν υπέροχα στο πάτωμα μπροστά στην τηλεόραση»

     Το πρόσωπο της Άσπεν έλαμψε. «Ναι!!!!!»

     Στην αριστερή πλευρά αυτού του ανοικτού χώρου υπήρχε μια στενή κουζίνα στην οποία μόνον ένα άτομο μπορούσε να μαγειρεύει κάθε φορά.  Είχαν ένα μικρό, τετράγωνο ξύλινο τραπέζι, αλλά όχι καρέκλες.  Στην δεξιά μεριά υπήρχε μια μεγάλη (συγκριτικά με τις άλλες διαστάσεις του στούντιο τους) σαν δωμάτιο ντουλάπα με δύο ψηλά κομοδίνα και έναν ξύλινο καλόγερο για να κρεμάνε τα ρούχα τους.  Θα έπρεπε κάποιος να περάσει μέσα από την ντουλάπα για να φτάσει στο μικρό μπάνιο, το οποίο είχε τον συνηθισμένο εντοιχισμένο νιπτήρα, τουαλέτα, μπανιέρα με μια κινητή ντουζιέρα.  Η Άσπεν κυριολεκτικά επαινούσε αυτό το μπάνιο γιατί είχε ζήσει στην εστία του κολλεγίου όπου το μόνο μπάνιο στον όροφο της ήταν μίλια μακριά στο βάθος του διαδρόμου.

     Ο Πήτερ είχε ετοιμάσει ένα απλό γεύμα για μας με τυρί, κράκερς και φρέσκα φρούτα, καθώς και κανάτες με μεταλλικό νερό.  Θέλαμε να τους βγάλουμε έξω για γεύμα, αλλά αυτή η στοχαστικότητα μας άγγιξε.  «Δεν έχουμε καρέκλες», γέλασαν καθώς καθίσαμε στο κρεβάτι και το πάτωμα για να φάμε.  Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τις δικές τους ζωγραφιές.  Αναγνώρισα έναν πίνακα από ύφασμα μπατίκ της Άσπενς που κάλυπτε τα πλάγια ενός παραθύρου.  Το βάζο για τα λουλούδια που έφερα, τώρα πρόσθεσε χρώμα σε ένα ράφι δίπλα στην κουζίνα.


     Θυμήθηκα όταν ο σύζυγος μου κι εγώ ξεκινήσαμε στο μικρό μας στούντιο, ακόμα μικρότερο από αυτό μέσα στο οποίο γευματίζαμε τώρα.  Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και ευχηθήκαμε.  Κατάπια το κάθε ερωτικό τους βλέμμα.   Ήπια την ικανοποίηση τους, την ευγνωμοσύνη με την οποία ξεχείλιζαν απλά επειδή ήταν μαζί.

     Καθώς το διαμέρισμα τους συνέβαινε να είναι σε μια όμορφη γειτονιά, έναν περίπατος φάνηκε κάτι φυσιολογικό.  Η γεμάτη κόσμο και κίνηση λεωφόρος ήταν στα δεξιά μας καθώς βγήκαμε από την κύρια είσοδο.  Περπατήσαμε στον αντίθετο δρόμο μέσα από Βικτωριανά σπίτια προς έναν μεσημβρινό στρογγυλό κήπο με τριανταφυλλιές.   Εντυπωσιάστηκα από την πολυτέλεια αυτού του κήπου, ο οποίος ήταν ένας από τέσσερις, ένας σε κάθε γωνία σταυροδρομίου.  Τα γύρω σπίτια ήταν ένας συνδυασμός από καλο-φτιαγμένα δυόροφα αρχοντικά και πιο μέτριες ισόγειες κατοικίες.

     Απέναντι από τον κήπο υπήρχε ένα επιπλοποιείο.  Είχαν πράγματα απλωμένα έξω για ξεπούλημα κι εκεί απλωμένες στο δρόμο ήταν ένα ζευγάρι από καρέκλες.  Η κόρη μου κι εγώ συγχρόνως επιταχύναμε το βηματισμό μας και πρακτικά τρέξαμε για να καθίσουμε σε εκείνες τις καρέκλες.  Κάθε σκαλιστή ξύλινη καρέκλα είχε ένα μουσικό σχέδιο στο πίσω μέρος και βαθυ-κόκκινα μαξιλάρια.  Ήταν τέλειες.  Η κόρη μου και ο σύντροφος της ήταν μουσικοί.  «Θέλουμε να τις αγοράσουμε για το διαμέρισμα σας», ο σύζυγος μου κι εγώ είπαμε με ενθουσιασμό.  Η τιμή που ζητούσαν και για τις δύο ήταν 35 δολλάρια! Τι ευκαιρία, σκεφτήκαμε καθώς γράφαμε στον ιδιοκτήτη μια επιταγή.

     Μεταφέραμε με υπερηφάνεια τις καρέκλες μέσα από τον κήπο με τις τριανταφυλλιές, μέσα από τους δρόμους της γειτονιάς, μέσα από τους διαδρόμους και ανεβήκαμε τις σκάλες για το στούντιο τους.  Τοποθετήσαμε τις καρέκλες στο τραπέζι και η Άσπεν και ο Πήτερ αμέσως κάθισαν.  «Τώρα μπορούμε να τρώμε κομψά», αστειεύτηκαν.  Σπάνια έχω νιώσει πιο ευτυχισμένη από όσο εκείνη τη στιγμή παρατηρώντας την λάμψη στο πρόσωπο της κόρης μου.  Όλα είναι στ’ αλήθεια τόσο απλά, σκέφτηκα.

    Όταν ο επί τριάντα χρόνια σύζυγος μου κι εγώ συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, φορτώσαμε όλα όσα είχαμε μέσα στο φορτηγάκι του και στο στέησιον βάγκον το δικό μου και ταξιδέψαμε στο βόρεια, στο Όρεγκον.  Όταν νοικιάσαμε το βολικό, ενός δωματίου, μικρό διαμέρισμα, τα μόνα που είχαμε ήταν μια πολυθρόνα από τα παιδικά μου χρόνια και το παιδικό του γραφείο και συρτάρια.  Κοιμόμασταν σε στρώμα δαπέδου.  Αγόρασα νήμα και έπλεξα ένα χαλάκι.  Βρήκαμε ένα μεταχειρισμένο τραπέζι κουζίνας, καρέκλες και έναν βολικό καναπέ.  Ο σύζυγος μου κατασκεύασε το γραφείο μου αντιγράφοντας ένα που μου άρεσε σε ένα επιπλοπωλείο.  Δεν νομίζω ότι έχω νιώσει ποτέ περισσότερο πλήρης από ότι ήμουν εκείνα τα πρώτα χρόνια.  Γεμίσαμε τις ζωές μας με φίλους.  Γεμίσαμε τις ζωές μας με οικογένεια.  Γεμίσαμε τις ζωές μας με αγάπη.  Καθώς καθόμουν στο στούντιο της κόρης μου στο Πόρτλαντ, και την έβλεπα να λάμπει από ευτυχία, θυμήθηκα με ευγνωμοσύνη και υπενθύμισα στον εαυτό μου να εκτιμάει την απλότητα στην ζωή μου.


Victoria Koch

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου