Το τελευταίο από τη γέννα ήταν ένα μικρούλη μαύρο
βελούδινο πραγματάκι που ήδη έδειχνε μια ζωντάνια που διέψευδε την
ευθραυστότητα της στην αρχή. Δεν ήταν σε
θέση να αφήσει την μητέρα της όταν τα άλλα γατάκια υιοθετήθηκαν, και έπρεπε να περιμένω
δύο επιπλέον εβδομάδες πριν την πάρω από το αγρόκτημα στην Αγγλική
ύπαιθρο. Την έφερα σπίτι μέσα σε μια
χάρτινη κούτα. Μου κόστισε πέντε λίρες
στερλίνες.
Δεν ήμουν πραγματικά λάτρης τον γατιών, προτιμούσα
διάφορες ράτσες των σκύλων με τους οποίους είχα μεγαλώσει. Αλλά καθώς εργαζόμουν σαν αεροσυνοδός, το
οποίο σήμαινε ότι έλειπα από το σπίτι πολύ, το να έχω ένα σκύλο δεν ήταν καλή
επιλογή. Χρειαζόμουν μια συντροφιά και
έτσι ήλθε στη ζωή μου η Tai-Lu και έμεινε για τα επόμενα δεκαοκτώ
χρόνια.
Τους πρώτους έξη μήνες με τρέλανε – κρεμιόταν από
τις κουρτίνες, γρατζουνούσε τα έπιπλα, και μου έφερνε διάφορα ανεπιθύμητα
δώρα. Βατράχια, μεγάλα έντομα, μικρά
πουλιά, και άλλα μισο-πεθαμένα ζώα που άφηνε συχνά στο πάτωμα της
κουζίνας. Ενώ το κυνήγι ήταν η
υπερηφάνια και η απόλαυση της, συστηματικά αποτύγχανε στο επιτακτικό καθήκον
της να συλλάβει τα ποντίκια που κρύβονταν πίσω από το ψυγείο ή – η νέμεση μου –
τις μεγάλες, τριχωτές αράχνες! Στην Tai-Lu
άρεσε να κρύβεται μέσα στα συρτάρια και σκοτεινά μέρη, συμπεριλαμβανομένης της
έτοιμης φτιαγμένης βαλίτσας μου. Σε μία
περίπτωση εμφανίστηκε κάτω από τα ρούχα μόλις πριν κατεβάσω το κούμπωμα.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι στην ευχή είχα κάνει,
υιοθετώντας αυτό το γατάκι, αλλά ήρθε μια μέρα που κατάλαβα πόσα πολλά σήμαινε
για μένα. Έσκυψα από πάνω της και είπα,
«Σ’ αγαπώ». Η Tai-Lu έβγαλε ένα δυνατό «Μιάου!» και
απαλά τέντωσε το πόδι της να αγγίξει το χέρι μου. Αυτή ήταν ή αρχή του πιο υπέροχου δεσμού
μεταξύ μας.
Η γειτόνισσα μου ήξερε πάντα πότε επρόκειτο να
επιστρέψω σπίτι από μια πτήση, επειδή η Tai-Lu εμφανίζονταν, μερικές φορές μέχρι
και δύο ώρες πριν την άφιξη μου, και καθόταν στο πεζοδρόμιο έξω από το
σπίτι. Μόλις άνοιγα την πόρτα του
αυτοκινήτου πηδούσε πάνω στην ποδιά μου, γουργουρίζοντας δυνατά. Αργότερα, μετακόμισα σε ένα χωριό στο Somerset μακριά
από την πόλη, αλλά εργαζόμουν ακόμα έξω από το Heathrow. Εξαντλημένη μετά από μια εξοντωτική
πτήση, είχα να αντιμετωπίσω δυόμιση ώρες
οδήγησης για το σπίτι. Όταν έφτανα εκεί
η Tai-Lu κοιμόταν στο αγαπημένο της μέρος,
ένα ηλιόλουστο σημείο κάτω από το όμορφο Ginkgo biloba δέντρο
στο πίσω μέρος του κήπου. Κτυπούσα το
παράθυρο της κουζίνας, και ξυπνούσε, περνούσε τρέχοντας το γρασίδι, και περνώντας
μέσα από το πλαστικό πορτάκι για γάτες στριφογύριζε γύρω από τα πόδια μου,
νιαουρίζοντας με ευχαρίστηση για την επιστροφή μου. Την σήκωνα και την κρατούσα κοντά μου ενώ
περνούσε τα πόδια της γύρω από τον λαιμό μου και χάϊδευε το πρόσωπο μου. Η στοργή που πάντα μου έδειχνε ήταν
εκπληκτική – και βαθιά ανακουφιστική.
Κοιτάζοντας πίσω τον χρόνο που περάσαμε μαζί,
πιστεύω αληθινά ότι ο μαύρος βελούδινος σύντροφος μου ήταν (και είναι) ένας από
τους φύλακες αγγέλους μου.
Μια φορά, ενώ
σηκωνόμουν από το κρεβάτι, κατέρρευσα στο πάτωμα σε μεγάλη αγωνία, εντελώς αβοήθητη
να σηκωθώ, μη γνωρίζοντας (μέχρι αργότερα) ότι μόλις είχα τραυματίσει τρεις
δίσκους στην σπονδυλική μου στήλη. Με
κάποιο τρόπο κατάφερα να φτάσω το τηλέφωνο.
Καθώς ήμουν πεσμένη πάνω στο στομάχι μου περιμένοντας να έλθει βοήθεια,
η Tai-Lu ήξερε ακριβώς τι χρειαζόμουν. Πήδησε μαλακά πάνω στη μέση μου και
κουλουριάστηκε, εκπέμποντας την πιο εκπληκτικά θεραπευτική ζεστασιά της. Έμεινε εκεί μέχρι που η γειτόνισσα μου έφερε
τον γιατρό. Και ακόμη και τότε, αρνήθηκε
να κουνηθεί, απειλώντας άγρια καθώς προσπαθούσε να με προστατεύσει από την
πολυπόθητη ένεση μορφίνης.
Ένα άλλο βράδυ με σταμάτησε από το να αφαιρέσω την
ίδια την ζωή μου όταν ήμουν μεθυσμένη και με σοβαρή κλινική κατάθλιψη. Η Tai-Lu
εμφανίστηκε
από το πουθενά και κάθισε μαζί μου, πιέζοντας το σώμα της όσο πιο κοντά
μπορούσε στο σώμα μου. Απλά, δεν μπόρεσα
να το κάνω. Την αγαπούσα πάρα πολύ για
να την αφήσω.
Μου έχουν πει ότι τα ζώα μας μας στέλνονται ως
θεραπευτές, δάσκαλοι, ή σύντροφοι. Η Tai-Lu ήταν πραγματική θεραπεύτρια, μια πιστή
και παρηγορητική παρουσία μέσα από όλα τα προβλήματα μου, τις αμφιβολίες, και
την μοναξιά. Υπήρξαν φορές που δεν ήξερα
τι θα είχα κάνει χωρίς αυτήν. Ήταν το
μόνο σταθερό στη ζωή μου σε μια μακρόχρονη ζωή με μια βαλίτσα – η μόνη που
υπήρχε πάντα εκεί όταν επέστρεφα σπίτι.
Στα τελευταία της χρόνια, η Tai-Lu μαστίζονταν από αρρώστια, και
ήμουν ευτυχής να αποσυρθώ από τις αεροπορικές εταιρίες για να την φροντίσω
καλύτερα. Λίγες εβδομάδες πριν τα δέκατα
όγδοα γενέθλια της, ήξερα ότι το τέλος ήταν κοντά. Είχε σταματήσει να τρώει και αισθανόταν
άσχημα. Για τρεις ημέρες την τάϊζα νερό
με ένα κουταλάκι του τσαγιού και της άλλαζα το λερωμένο κρεβάτι της, καθώς δεν
μπορούσε πια να σηκωθεί. Δεν άντεχα να
την χάσω και απεχθανόμουν την σκέψη να την παραδώσω σε έναν κτηνίατρο. Στο τέλος, απλά προσευχήθηκα πολύ να κοιμηθεί
και να έχει γαλήνη. Το επόμενο πρωί
κατέβηκα στο κάτω όροφο και είδα ότι η γλυκιά μου Tai-Lu είχε πεθάνει τη νύχτα. Γονάτισα δίπλα στο κρεβάτι της και ψιθύρισα,
«Αγαπημένη Tai-Lu, σε ευχαριστώ που μοιράστηκες μια από τις ζωές
σου μαζί μου. Θα σε δω στην Γέφυρα του
Ουράνιου Τόξου, μικρή μου».
Της Jeanna
Barrett
Το σχόλιο του Bernie
Στο «Μαύρο Βελούδο», όταν η Jeanna είπε
στη γάτα της, «Σ’ αγαπώ», η γάτα πήρε το μήνυμα. Ήξερε τι ένιωθε η Jeanna, κατά τον ίδιο τρόπο η Tai-Lu καταλάβαινε τι συνέβαινε τις φορές
που η Jeanna
πονούσε, σωματικά ή ψυχικά, και η γάτα προσπάθησε να την σώσει.
Άκουσα ένα ζευγάρι που ισχυρίζονταν ότι ο γάτος τους
πάντα ήξερε πότε η κόρη τους επέστρεφε από την δουλειά. Ένας ερευνητής εγκατέστησε μια κάμερα που
έβλεπε προς το παράθυρο όπου ο γάτος περίμενε την επιστροφή της κόρης. Η κόρη
έρχονταν σπίτι σε διαφορετικές ώρες, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα μεταφοράς για
να εξαλείψει την πιθανότητα ο γάτος απλά να αναγνώριζε τον ήχο του αυτοκινήτου
της. Η κόρη εμφανίζονταν μια ώρα
νωρίτερα, ή μια ώρα αργότερα. Κάθε φορά,
με δύο μόνον εξαιρέσεις, ο γάτος εμφανίζονταν στο παράθυρο λεπτά πριν εκείνη
επιστρέψει. Τις δύο φορές που δεν το
έκανε, η γάτα του γείτονα ήταν στην εποχή της για ζευγάρωμα. Προφανώς το σεξ
υπερείχε της πίστης.
Το να πεθάνει την νύχτα – όπως έκανε η γάτα της Jeanna – δεν είναι σύμπτωση. Ρωτήστε οποιαδήποτε νοσοκόμα: οι περισσότεροι
άνθρωποι που πεθαίνουν σε νοσοκομείο πεθαίνουν κατά την διάρκεια της
νύχτας. Είναι γαλήνιο, χωρίς
παρενοχλήσεις, χωρίς την οικογένεια να αισθάνεται ενοχές που έφυγε, και χωρίς
γιατρό που να σε σταματήσει. Επίσης, δεν
θέλετε η οικογένεια σας να νοιώθει πιεσμένη.
Παιδιά που πεθαίνουν το κάνουν επίσης, προσπαθώντας να το κάνουν
ευκολότερο για τους γονείς τους που μένουν στο πλευρό τους όλο το
εικοσιτετράωρο. Οι γονείς κατεβαίνουν
κάτω στην καφετέρια και επιστρέφοντας βρίσκουν ότι το παιδί τους έχει πεθάνει. Αισθάνονται απαίσια που δεν ήταν εκεί, αλλά
τους λέω, «Όχι, το παιδί σας το έκανε αυτό για σας».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Dr. Bernie S. Siegel, “Love, Animals & Miracles”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου