Έζησα κάτω από την εξέδρα ενός φαρμακείου με την μαμά και τ’ αδέλφια μου μέχρι που έγινα τριών μηνών. Οι άνθρωποι μας πετούσαν τροφές πάνω από την άκρη της εξέδρας, και η Μαμά μας έβγαζε έξω για να φάμε. Μετά τρέχαμε πίσω και κρυβόμαστε. Μάθαμε από την μαμά μας ότι τους ανθρώπους αυτούς έπρεπε να τους φοβόμαστε. Κάποια από τα αδέλφια μου αρρώστησαν και πέθαναν. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε.
Ένα βράδυ άκουσα σειρήνες, δυνατά κτυπήματα, και κραυγές. Άνθρωποι έτρεχαν παντού. Άντρες με ραβδιά και όπλα περικύκλωσαν το σπίτι. Δυνατά φώτα άναψαν. Μαζευτήκαμε κάτω από την εξέδρα, τρέμοντας. Ξαφνικά ένα δυνατό φως έπεσε πάνω μας. Κάποιος είπε, «Κοιτάξτε εκεί κάτω. Φαίνεται σαν να υπάρχουν ζώα». Χρησιμοποίησαν ραβδιά με συρμάτινες θηλειές για να μας αρπάξουν από τον λαιμό και να μας τραβήξουν έξω. Ήξερα τους ανθρώπους – να τους φοβάμαι. Θα σου κάνουν κακό.
Μας πήγαν σε ένα μέρος με σκυλιά που γάβγιζαν δυνατά και μας κλείδωσαν σε κρύα κλουβιά. Άνθρωποι μας κοιτούσαν μέσα από τα σύρματα, και μας φώναζαν να πάμε κοντά. Τα αδέλφια μου πήγαιναν, αλλά εγώ φοβόμουν πολύ. Αν κάποιος προσπαθούσε να με πιάσει, αγρίευα. Έτσι, κανείς δεν με πήρε σπίτι. Ήμουν το πιο φοβισμένο σκυλί που είχαν δει στο καταφύγιο.
Τα δύο μου αδέλφια με δάγκωναν. Ήμουν το πιο μικροκαμωμένο. Οι άνθρωποι τους απομάκρυναν για να με προστατέψουν. Τώρα ήμουν στ’ αλήθεια μόνος. Τα αδέλφια μου υιοθετήθηκαν μέσα σε μια εβδομάδα.
Μια γυναίκα ήλθε να μου φορέσει ένα κολάρο και ένα λουρί. Ήταν υπομονετική, αλλά εγώ ήμουν τρομαγμένος. Όταν με άγγιξε τραβήχτηκα. Μετά από λίγες ακόμη προσπάθειες με κάλεσε να βγω από το κλουβί για τον πρώτο περίπατο της ζωής μου.
Άλλοι ήλθαν – εθελοντές – κι έκαναν το ίδιο. Ήθελα μόνον να επιστρέψω στο κλουβί μου και να κρυφτώ στη γωνία. Δεν ήθελα να με βλέπουν.
Σε ηλικία τεσσάρων μηνών, με επισκέφτηκε ένας άνθρωπος που δεν είχα δει ποτέ πριν. Φαινόταν να γνωρίζει για μένα. Ήταν μία από τους εθελοντές. Κατά παράξενο τρόπο, δεν προσπάθησε να μου βάλει το λουρί ή να με αγγίξει. Ερχόταν συχνά, τέσσερις ημέρες την εβδομάδα, και κάθονταν στο πάτωμα μέσα στο κλουβί μου, έλεγε το όνομα μου, Wally, και έμενε για πολύ ώρα. Μιλούσε απαλά και μου τραγουδούσε, τραγούδια που μόνον εγώ μπορούσα να ακούσω. Μου άρεσε αυτό.
Μετά από λίγες επισκέψεις της, δεν έτρεμα πιά τόσο πολύ. Πάντα έφερνε λιχουδιές, διαφορετικές από τα στεγνά, τραγανιστά μπισκότα για σκύλους. Δεν μπόρεσα ποτέ να τα φάω ενώ αυτή ήταν εκεί, ή τα έκανα εμετό, αλλά εκείνη τα άφηνε σε έναν μικρό σωρό δίπλα μου. Η αγαπημένη μου λιχουδιά ήταν το μπέϊκον. Μερικές φορές έκλαιγε όταν έφευγε.
«Θέλω να σε υιοθετήσω και να πληρώσω έναν εκπαιδευτή να σε βοηθήσει να ξεπεράσεις τους φόβους σου», έλεγε. Δεν καταλάβαινα τα λόγια της, αλλά άκουγα τα συναισθήματα της.
«Αλλά έχουν κανονισμούς και νόμους εδώ. Ο φράχτης μου στο σπίτι είναι πέντε πόδια ψηλός. Για την ράτσα σου, πρέπει να είναι έξι». Άκουγα την στενοχώρια στον τόνο της. Την επόμενη φορά που μίλησε, ένα άλλο συναίσθημα ήλθε από την καρδιά της και μπήκε στη δική μου.
«Αλλά μην ανησυχείς, δεν θα τα παρατήσω».
Δεν τα παράτησε.
Σε ηλικία επτά μηνών, δεν είχα ακόμα υιοθετηθεί. Η φίλη μου ήλθε για να μου πει ότι δεν μπορούσε να με επισκέπτεται πιά. Με ραγισμένη την καρδιά, και χωρίς ελπίδα να με βοηθήσει, είχε σταματήσει να πολεμά το σύστημα. Έκλαψε για πολλή ώρα και γύρισε την πλάτη για να ανοίξει την πόρτα του κλουβιού έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην μπορούν να την δουν.
Την άφησα να με αγγίξει εκείνη την ημέρα, την άφησα να χαϊδέψει τα πόδια μου και να τρίψει τα αυτιά και τον λαιμό μου. Δεν έτρεμα, και είμαστε και οι δύο σοκαρισμένοι. Δεν πόνεσα καθόλου. Είπε μια προσευχή για μένα, και αυτό ήταν το πιο δυνατό πράγμα που μπορούσε να κάνει.
Μια ημέρα υιοθετήθηκα από έναν άνθρωπο που είχε ακούσει την λυπητερή ιστορία μου. Πήγα σπίτι με αυτόν τον ξένο μέσα σε ένα αυτοκίνητο και κρύφτηκα στο πάτωμα, κουλουριασμένος σε μπάλα. Στο σπίτι τους είχαν ένα μεγαλύτερο σε ηλικία θηλυκό που δεν της άρεσα. Μου ορμούσε και με δάγκωνε. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία από σπίτι. Ο άντρας του σπιτιού αληθινά με τρόμαζε, κι εγώ έτρεχα από δωμάτιο σε δωμάτιο να φύγω μακριά του. Απλά προσπαθούσε να γίνει φίλος, αλλά εγώ δεν το ήξερα. Μια μέρα, πλησίασε πάρα πολύ κοντά, πολύ γρήγορα, και εγώ τον γάβγισα. Τηλεφώνησαν στο καταφύγιο. Θα πήγαινα πίσω.
Τότε είναι που συνέβη το θαύμα. Κάποιος στο καταφύγιο είχε ακούσει την γυναίκα να τραγουδάει την προσευχή και την είχε δει να κλαίει. Ο φίλος αυτός έφερε σε επαφή τα δύο σπίτια τηλεφωνικά, εξηγώντας ότι αν με επέστρεφαν στο καταφύγιο δεν υπήρχε ελπίδα για μένα. Έτσι έπρεπε να παρακάμψουν το σύστημα.
Τώρα ήμουν ξανά μέσα στο αυτοκίνητο, κουλουριασμένος σε μπάλα πάνω στο πάτωμα με όλα μου τα πράγματα, αλλά τη φορά αυτή με πήγαν σε ένα άλλο παράξενο μέρος και με οδήγησαν σε ένα μικρό δρόμο. Τίποτα δεν έμοιαζε ή μύριζε γνώριμο.
Τότε άκουσα μια φωνή να φωνάζει το όνομα μου – Wally. Την ήξερα αυτή τη φωνή. Καθώς πηγαίναμε προς τα εκεί, μύρισα μπέϊκον. Ήταν η γυναίκα που μου τραγουδούσε. Τράβηξα πιο δυνατά, κινούμενος όλο και πιο γρήγορα να φτάσω σε αυτήν. Ήμουν γεμάτος χαρά που την έβλεπα. Πρέπει να έφαγα ένα κιλό μπέϊκον εκείνο το απόγευμα!
Είμαι τεσσάρων ετών τώρα, και ζω με ανθρώπους που με αγαπούν και με καταλαβαίνουν. Ο καλύτερος μου φίλος και σύντροφος στο παιχνίδι, ο Murray, με έμαθε όλα όσα χρειαζόμουν να μάθω σχετικά με το να είμαι σκύλος. Έχουμε την ίδια ηλικία, και είμαστε και οι δύο από το σπίτι με τα κλουβιά. Ο Murray κι εγώ έχουμε κάνει πολλούς φίλους, και σκυλίσιους και ανθρώπινους. Οι άνθρωποι αυτοί μας αγαπούν, είναι καλοσυνάτοι, και μας καταλαβαίνουν.
Η γυναίκα που μου τραγουδάει χορεύει επίσης. Χοροπηδώ γύρω από τα πόδια της. Όταν αυτή είναι ευτυχισμένη, είμαι κι εγώ ευτυχισμένος. Είναι η μόνη μέχρι τώρα που αφήνω να με κρατά και να με φιλάει. Πηγαίνω σε αυτήν όλη την ώρα για χάδια. Όποτε τρέχω ελεύθερος σε πάρκα με τον Murray, επιστρέφω στην γυναίκα συχνά για να τσεκάρω. Δεν θέλω να την χάσω ποτέ ξανά.
Της Lyn Kierman
Το σχόλιο του Bernie:
Η ιστορία «Μπέϊκον, Τραγούδια, και μια Προσευχή» μας διδάσκει ότι όταν είμαστε ήσυχοι, λαβαίνουμε την αληθινή μας αντανάκλαση. Όταν η Lyn ήλθε να προσφέρει εθελοντικά υπηρεσίες, δεν σκέφτηκε, «Είμαι εδώ για να πάω έναν σκύλο βόλτα». Όλοι οι άλλοι εθελοντές προσπάθησαν να τραβήξουν τον σκύλο έξω για να τον πάνε βόλτα, αλλά η Lyn κάθισε ήρεμα και έδωσε προσοχή στα σινιάλα του σκύλου, και άκουσε αυτά που εκείνος χρειάζονταν. Κάθισε μαζί του, του έδωσε λιχουδιές, και τραγούδησε. Καλμάρισε την ξέφρενη ενέργεια. Έγινε η ήρεμη λίμνη του.
Όχι μόνον ανταποκρίθηκε στον σκύλο με τον τρόπο που εκείνος χρειάζονταν, αλλά ήταν επίσης ανοικτή στο να ζητήσει βοήθεια – προσευχήθηκε – και οι προσευχές της εισακούστηκαν, ή στην περίπτωση αυτή ακούστηκαν κατά λάθος, από τον άνθρωπο που παρενέβη και έγινε το εργαλείο του Θεού. Κάθε γεγονός – περιλαμβανομένης και της αρχικής υιοθεσίας του σκύλου, η οποία τον έβγαλε έξω από το καταφύγιο διάσωσης κατ’ αρχήν – λειτούργησε σε συγχρονικότητα, δημιουργώντας τέλεια αρμονία για την τελευταία εκτέλεση του ευτυχισμένου τραγουδιού του Wally.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Dr. Bernie S. Siegel, “Love, Animals & Miracles”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου