Στα χέρια μου κρατούσα ένα τόμο του Ιουλίου Βερν από
τη σειρά επιστημονικής φαντασίας. Το
χαρτί που είχε χρησιμεύσει για τη συσκευασία και την αεροπορική αποστολή του
βιβλίου, ήταν σκισμένο και πεταμένο κάτω, στα πόδια μου. Η αφιέρωση έλεγε, «Στον Ματ με αγάπη, από τον
παππού Λόρεν – Σαν Φρανσίσκο». Γιατί ο
75χρονος πατέρας μου στέλνει στον 9χρονο γιο μου ένα βιβλίο 511 σελίδων; Η
ακαταλληλότητα του δώρου με είχε ενοχλήσει – ήταν ένα δώρο αγορασμένο βιαστικά,
χωρίς σκέψη και φροντίδα. Ίσως όμως να
ήταν και μεγάλη η απαίτησή μου, να περιμένω από τον πατέρα μου να γνωρίζει τι
χρειάζεται ένα αγόρι εννέα χρόνων. Μετά,
θυμήθηκα πέρυσι την άνοιξη που είχαμε πάει στο Σαν Φρανσίσκο. Ο πατέρας άρχισε να τρέχει πίσω από ένα
τελεφερίκ που ξεκινούσε, αρπάζοντας το χέρι του Ματ και πηδώντας μέσα. Αργότερα, έπιασε ένα νόμισμα από κάτω, από το
δρόμο.
«Μάτ, κοίτα! Αν βάλεις ένα νόμισμα πάνω στις ράγες,
το τελεφερίκ το κόβει σχεδόν στη μέση!»
Μπορώ ακόμα να δω την εικόνα τους, να στέκονται εκεί με ενωμένα τα
κεφάλια γεμάτοι από αμοιβαία αφοσίωση.
Λίγο πιο ήρεμη, κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο τον
Χόντο που κοιμόταν στη βεράντα. Τον
έχουμε κοντά μας από τότε που ήταν οχτώ εβδομάδων κουτάβι. Γκρίζες τρίχες καλύπτουν τη μουσούδα του
όμορφου μαύρου κεφαλιού του και τα βλέφαρα πάνω από τα καφετιά μάτια του έχουν
μια μικρή πτώση. Οι ήδη μεγάλες πατούσες
του πλαταίνουν όταν περπατάει και όλο και περισσότερες άσπρες τρίχες βγαίνουν
κάτω από τα πέλματα του. Στο μυαλό μου
ήρθε η γενειάδα του πατέρα μου και πώς την παρακολουθούσα να γεμίζει από
γκρίζες γραμμές, μέχρι που αυτές άπλωσαν και έγινε ολόκληρη πιά, γκρίζα.
Η Φρεκλ ξεκουράζεται δίπλα στον Χόντο και η όμορφα
διακοσμημένη γούνα της κυματίζει από το αεράκι.
Οι περισσότερες πιτσιλάδες από το τρίχωμα της έχουν ξεθωριάσει με τον
καιρό. Σκέφτηκα το περασμένο καλοκαίρι.
Δεκατέσσερα χρόνια, είναι μια ολόκληρη ζωή για τα
σκυλιά. Η δύση της ζωής του Χόντο είχε
αρχίσει και εκείνος κάθε μέρα γινόταν πιο αδύναμος. Είχε έρθει η ώρα για ένα δεύτερο σκύλο και
γεμάτοι τύψεις, φέραμε τη Φρεκλ στο ράντζο.
Όταν βγήκε από το αμάξι, τα ποδαράκια της έτρεμαν. Ο Χόντο συμπεριφέρθηκε σαν τέλειος
τζέντλεμαν. Εκείνος ρουθούνιζε κι εκείνη
φοβόταν. Εκείνη ούρλιαζε κι εκείνος
γλειφόταν. Με το κούνημα των ουρών τους,
μια φιλία γεννήθηκε.
Κάτω στο στάβλο, η Φρεκλ παρακολουθούσε τον Χόντο,
έναν θαυμαστό δάσκαλο, να κάθεται υπομονετικά όσο εμείς σελώναμε τα άλογα. Καθόταν κι εκείνη. Οι γάτες τρίβονταν στα πόδια του Χόντο και η
Φρεκλ έμαθε να μην κυνηγάει τις γάτες.
Καβαλικέψαμε τα άλογα για να δοκιμάσουμε τις νεαρές αγελάδες και ο
Χόντο, πιστά, έκανε στην άκρη. Η Φρεκλ
έμαθε ότι δεν ήταν σωστό να παρενοχλεί τις αγελάδες ή τα ελάφια. Η Φρεκλ ήταν ψηλόλιγνη και το περπάτημα του
Χόντο απέκτησε μια καινούργια ζωντάνια.
Τα χρόνια περνούσαν. Ξαναρχίσαμε
να του πετάμε κομμάτια από ξύλα για να πιάνει και τα κατάφερνε, μέχρι που τα
ορθάνοιχτα σαγόνια του δεν άντεχαν πιά να τα κρατήσουν. Η Φρεκλ ποτέ δεν έμαθε να αγαπάει αυτό το
παιχνίδι αλλά τον επιδοκίμαζε με κάθε τρόπο.
Εκείνος είχε πάρει μια πνοή ζωής, μια σύντομη αναστολή.
Τελικά, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα κι αφού είχαμε
κάνει πολλά μίλια πάνω στα μονοπάτια που είχαν ανοίξει με το περπάτημα τους οι
αγελάδες, εξουθενωθήκαμε. Ο Χόντο
κατέρρευσε μέσα στη μάντρα. Τα
καλοπιάσματα και τα χάδια μας επανέφεραν τις αισθήσεις του. Ο Ματ και η Φρεκλ παρέμειναν εκεί μέχρι που
τον είδαν να σηκώνεται τρικλίζοντας και να τινάζει τις σκόνες από πάνω
του. Ο Χόντο ήπιε πολύ νερό από τον κουβά
πριν ανέβει στη βεράντα και πάρει τη θέση του δίπλα στην πόρτα. Μετά, εμείς αφού σαμαρώσαμε τα άλογα και τα
πήγαμε για βοσκή, τον κλειδώσαμε μέσα στο τροχόσπιτο των αλόγων. Μας κρυφοκοίταξε λίγο μέσα από τις ξύλινες
γρίλιες, με πληγωμένα αισθήματα και χωρίς να μπορεί να καταλάβει.
«Μην ανησυχείς, γεράκο», είπα, «θα γυρίσουμε». Εκείνος όμως είχε κουφαθεί και δεν με
άκουγε. Συνεχίσαμε να τον παίρνουμε μαζί
μας στις πορείες που κάναμε με τα άλογα. Ο ήλιος της ζωής του δύει, όσο και να
τον προστατεύουμε.
Ακούμπησα το βαρύ τόμο του Ιουλίου Βερν στο τραπέζι
και σήκωσα από κάτω τα σκισμένα χαρτιά.
Έξω, στο χαλικοστρωμένο δρόμο κυκλοφορεί ένα αυτοκίνητο. Η Φρεκλ το ακούει και σηκώνεται όρθια με τα
αυτιά της τεντωμένα. Ο Χόντο
κοιμάται. Μετά, εκείνη γαβγίζει με ένα
γρήγορο υψηλότονο ήχο, τελείως διαφορετικό από εκείνον τον ήχο που έβγαινε μέσα
από το πλατύ, δυνατό στήθος που φύλαγε το σπίτι μας για 14 χρόνια. Δεν είναι ο θόρυβος του αυτοκινήτου που
τελικά ξυπνάει τον Χόντο. Ο υψηλός τόνος
του γαβγίσματος της Φρεκλ διαπέρασε την αυξανόμενη κώφωση του και σηκώνει το
κεφάλι να δει τι γίνεται. Τη βλέπει σε
θέση ετοιμότητας, δοσμένη στο καθήκον.
Με βλέμμα βαθιάς παραίτησης, χαμηλώνει το κεφάλι του και ακουμπώντας το
πάνω στις πατούσες του, κλείνει τα μάτια.
Θέλω να βγω έξω και να πάρω στα χέρια μου το
αγαπημένο κεφάλι του Χόντο, να τον κοιτάξω μέσα στα καφετιά του μάτια και να
του μιλήσω τρυφερά για να τον κάνω να αισθανθεί όσα δεν μπορεί πια να με
ακούσει να του λέω. Θέλω να κρατηθεί όσο
περισσότερο μπορεί στη ζωή, τον χρειάζομαι στον κόσμο μου.
Αντί γι’ αυτό όμως, πήρα το βιβλίο και ξαναδιάβασα
την αφιέρωση, «Στον Ματ με αγάπη από τον παππού Λόρεν». Ξαφνικά, το δώρο απέκτησε σημασία. Δεκατέσσερα χρόνια χωρίζουν τον Χόντο από τη
Φρεκλ. Εξηνταπέντε χρόνια και χιλιάδες
μίλια χωρίζουν τον παππού από τον εγγονό του.
Λίγα χρόνια απομένουν στον πατέρα μου για να κάνει δώρα. Κι εκείνος μετράει τα ηλιοβασιλέματα και
παρακολουθεί τη δύση της ζωής του. Οι
καιροί δεν του δίνουν την πολυτέλεια της αποστολής χρήσιμων μόνο δώρων. Αν μετά από δέκα χρόνια ο Ματ ανοίξει το
βιβλίο, έτοιμος για μια κατάδυση «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα», οι ευχές
του παππού του για καλό ταξίδι θα τον συνοδεύουν.
Αφού ακούμπησα απαλά το βαρύ τόμο πάνω στο τραπέζι,
άνοιξα την πόρτα και βγήκα στη βεράντα.
Το τρίχωμα του Χόντο γυαλίζει κάτω από το φως του ήλιου. Νιώθει τις δονήσεις των βημάτων μου και η
ουρά του αρχίζει να κουνιέται πάνω κάτω.
Page Lambert
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου