Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΚΛΕΙΣΕ


Όταν η Μαρίτα ήταν 13 ετών, ήταν η εποχή που φορούσαν βαμμένα κατά τόπους αθλητικά φανελάκια και ξεφτισμένα τζιν.  Αν και εγώ είχα μεγαλώσει την εποχή της οικονομικής ύφεσης και δεν είχα χρήματα για ρούχα, ποτέ δεν ντύθηκα τόσο φτωχικά.  Μια μέρα την είδα έξω, στο διάδρομο της αυλής, να τρίβει τις άκριες του καινούριου της τζιν με χώμα και πέτρες.  Έμεινα έκπληκτη βλέποντας την να καταστρέφει το παντελόνι που μόλις της είχα αγοράσει, και βγήκα έξω για να της το πω.  Συνέχισε τη δουλειά της, όσο εγώ της αράδιαζα τη σαπουνόπερα μου σχετικά με τις στερήσεις που γνώρισα στην παιδική μου ηλικία.  Τελειώνοντας, και χωρίς να καταφέρω να τη συγκινήσω μέχρι δακρύων όπως ήλπιζα, τη ρώτησα γιατί κατέστρεφε το καινούριο της παντελόνι.  Εκείνη μου αποκρίθηκε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει: 
«Δεν μπορείς να φοράς καινούριο τζιν».
«Γιατί;»
«Γιατί απλώς δεν μπορείς, γι’ αυτό το λερώνω για να το κάνω να φαίνεται παλιό».   

Τόσος παραλογισμός! Πώς μπορεί να είναι μόδα να καταστρέφεις τα καινούρια σου ρούχα;  Κάθε πρωί, την ώρα που έφευγε για το σχολείο την κοιτούσα κι αναστέναζα: «Η κόρη μου μ’ αυτήν την εμφάνιση».  Στεκόταν εκεί, με το παλιό αθλητικό φανελάκι του πατέρα της, το οποίο βάφτηκε για ν’ αποκτήσει μεγάλες γαλάζιες βούλες και ρίγες.  Ό,τι πρέπει για ξεσκονόπανο, σκεφτόμουν.  Κι εκείνο το τζιν, τόσο χαμηλοκάβαλο, φοβόμουν πως αν έπαιρνε βαθιά εισπνοή θα έπεφτε από τους γλουτούς της.  Πού θα πήγαινε όμως;  Ήταν τόσο σφιχτό και τεντωμένο που δεν μπορούσε να κινηθεί.  Από τις ξεφτισμένες άκρες, που τις ξέφτιζαν περισσότερο οι πέτρες, κρέμονταν κλωστές που σέρνονταν πίσω της καθώς περπατούσε.

Μια μέρα, μετά που έφυγε για το σχολείο, λες κι ο Θεός έστρεψε προς το μέρος μου την προσοχή του, κάτι μέσα μου μου είπε: «Καταλαβαίνεις ποιες είναι οι τελευταίες σου λέξεις προς τη Μαρίτα κάθε πρωί; «Η κόρη μου μ’ αυτήν την εμφάνιση».  Όταν θα πάει στο σχολείο κι οι φίλες της θα μιλούν για τις παλιομοδίτικες μητέρες τους που παραπονούνται όλη την ώρα, θ’ αναφέρει κι αυτή τα αδιάκοπα σχόλια σου.  Έριξες ποτέ μια ματιά στα άλλα κορίτσια του γυμνασίου; Γιατί δεν το κάνεις;»

Πήγα να την πάρω με το αυτοκίνητο από το σχολείο εκείνη τη μέρα και πρόσεξα ότι πολλά από τα κορίτσια ντύνονταν ακόμα χειρότερα.  Στο δρόμο προς το σπίτι, της είπα πως είχα αντιδράσει περισσότερο έντονα απ’ όσο έπρεπε όταν την είδα να λερώνει το τζιν της.  Πρότεινα ένα συμβιβασμό: «Από δω κι εμπρός θα φοράς ότι σου αρέσει στο σχολείο κι όταν βρίσκεσαι μαζί με τις φίλες σου.  Δεν πρόκειται να σου γκρινιάζω».
«Αυτό θα είναι μια ανακούφιση», παρατήρησε.
«Όταν όμως σε παίρνω μαζί μου στην εκκλησία, στα μαγαζιά, ή σε σπίτια φίλων μου, θα ήθελα να ντύνεσαι με τον τρόπο που ξέρεις πως μ’ αρέσει, χωρίς να χρειάζεται να σου πω λέξη».
 Έμεινε σκεφτική «Αυτό σημαίνει», πρόσθεσα, «ότι κατά 95 τοις εκατό γίνεται το δικό σου και κατά 5 τοις εκατό το δικό μου. Τι λές;»
Είδα μια λάμψη να τρεμοπαίζει στα μάτια της, καθώς άπλωνε το χέρι της προς το μέρος μου κι έπιανε το δικό μου.  «Μητέρα, η συμφωνία έκλεισε».

Από τότε, την αποχαιρετούσα με κέφι κάθε πρωί και δεν της ξαναγκρίνιαξα για τα ρούχα της.  Όταν έβγαινε έξω μαζί μου ντυνόταν κατάλληλα, χωρίς να δημιουργεί κανένα πρόβλημα.  Η συμφωνία ήταν συμφωνία!


Florence Littauer

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου